ἀδηφαγία: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_9)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀδηφᾰγία''': ἡ, [[πολυφαγία]], [[λαιμαργία]], Καλλ. εἰς Ἄρτεμ. 160· πληθ., Ἀριστ. Ἀποσπ. 172, Ὀππ. Ἁλ. 2. 218.
|lstext='''ἀδηφᾰγία''': ἡ, [[πολυφαγία]], [[λαιμαργία]], Καλλ. εἰς Ἄρτεμ. 160· πληθ., Ἀριστ. Ἀποσπ. 172, Ὀππ. Ἁλ. 2. 218.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />voracité, gloutonnerie.<br />'''Étymologie:''' [[ἀδηφάγος]].
}}
}}