ταυροδέτης: Difference between revisions

40
(6_19)
(40)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ταυροδέτης''': -ου, ὁ, ὁ δένων ταύρους, ἐν τῷ θηλ. -[[δέτις]], ιδος, Ἀνθ. Π. 6. 41.
|lstext='''ταυροδέτης''': -ου, ὁ, ὁ δένων ταύρους, ἐν τῷ θηλ. -[[δέτις]], ιδος, Ἀνθ. Π. 6. 41.
}}
{{grml
|mltxt=-ου, ὁ, θηλ. [[ταυροδέτις]], -ιδος, Α<br />(μόνον το θηλ.) αυτή που δένει ταύρους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ταῦρος]] <span style="color: red;">+</span> -[[δέτης]] (<span style="color: red;"><</span> <i>δέω</i> «[[δένω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>γλωσσο</i>-[[δέτης]].
}}
}}