3,277,172
edits
(6_14) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταρράπτω''': μέλλ. -ψω, διὰ ῥαμφῶν πληρῶ, [[ἐπιρράπτω]], [[θύρη]] κατερραμένη ῥίπεϊ καλάμων, συνερραμένη μὲ [[πλέγμα]] ἐκ καλάμων, Ἡρόδ. 2. 96. ΙΙ. πυκνῶς ἢ στενῶς [[συρράπτω]], τι ἔς τι Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 387· λίθον εἰς τὴν ζώνην κ. Πλουτ. Ἀντών. 81·- Παθ., καταρραφῆναι ἐν μηρῷ Ἀγαθαρχ. ἐν Φωτ. Βιβλ. 444. 18. 2. μεταφ. μηχανῶμαι, [[παρασκευάζω]], Πενθεῖ καταρράψας [[μόρον]] Αἰσχύλ. Εὐμ. 26· πρβλ. [[ῥάπτω]] ΙΙ. | |lstext='''καταρράπτω''': μέλλ. -ψω, διὰ ῥαμφῶν πληρῶ, [[ἐπιρράπτω]], [[θύρη]] κατερραμένη ῥίπεϊ καλάμων, συνερραμένη μὲ [[πλέγμα]] ἐκ καλάμων, Ἡρόδ. 2. 96. ΙΙ. πυκνῶς ἢ στενῶς [[συρράπτω]], τι ἔς τι Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 387· λίθον εἰς τὴν ζώνην κ. Πλουτ. Ἀντών. 81·- Παθ., καταρραφῆναι ἐν μηρῷ Ἀγαθαρχ. ἐν Φωτ. Βιβλ. 444. 18. 2. μεταφ. μηχανῶμαι, [[παρασκευάζω]], Πενθεῖ καταρράψας [[μόρον]] Αἰσχύλ. Εὐμ. 26· πρβλ. [[ῥάπτω]] ΙΙ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> coudre à ; ajuster en cousant <i>ou</i> en tressant ; <i>fig.</i> ajuster à, rendre conforme à, τινι;<br /><b>2</b> enfermer dans une enveloppe cousue, coudre dans.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ῥάπτω]]. | |||
}} | }} |