καταρράπτω: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_14)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταρράπτω''': μέλλ. -ψω, διὰ ῥαμφῶν πληρῶ, [[ἐπιρράπτω]], [[θύρη]] κατερραμένη ῥίπεϊ καλάμων, συνερραμένη μὲ [[πλέγμα]] ἐκ καλάμων, Ἡρόδ. 2. 96. ΙΙ. πυκνῶς ἢ στενῶς [[συρράπτω]], τι ἔς τι Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 387· λίθον εἰς τὴν ζώνην κ. Πλουτ. Ἀντών. 81·- Παθ., καταρραφῆναι ἐν μηρῷ Ἀγαθαρχ. ἐν Φωτ. Βιβλ. 444. 18. 2. μεταφ. μηχανῶμαι, [[παρασκευάζω]], Πενθεῖ καταρράψας [[μόρον]] Αἰσχύλ. Εὐμ. 26· πρβλ. [[ῥάπτω]] ΙΙ.
|lstext='''καταρράπτω''': μέλλ. -ψω, διὰ ῥαμφῶν πληρῶ, [[ἐπιρράπτω]], [[θύρη]] κατερραμένη ῥίπεϊ καλάμων, συνερραμένη μὲ [[πλέγμα]] ἐκ καλάμων, Ἡρόδ. 2. 96. ΙΙ. πυκνῶς ἢ στενῶς [[συρράπτω]], τι ἔς τι Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 387· λίθον εἰς τὴν ζώνην κ. Πλουτ. Ἀντών. 81·- Παθ., καταρραφῆναι ἐν μηρῷ Ἀγαθαρχ. ἐν Φωτ. Βιβλ. 444. 18. 2. μεταφ. μηχανῶμαι, [[παρασκευάζω]], Πενθεῖ καταρράψας [[μόρον]] Αἰσχύλ. Εὐμ. 26· πρβλ. [[ῥάπτω]] ΙΙ.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> coudre à ; ajuster en cousant <i>ou</i> en tressant ; <i>fig.</i> ajuster à, rendre conforme à, τινι;<br /><b>2</b> enfermer dans une enveloppe cousue, coudre dans.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ῥάπτω]].
}}
}}