Anonymous

ἐξομοιόω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_23)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξομοιόω''': καθιστῶ τι ὅμοιον, ἐξομοιεῦντες τὸ [[εἶδος]] ἐς τὸ δυνατὸν Ἡρόδ. 3. 24· αὑτὸν τῇ πολιτείᾳ Πλάτ. Γοργ. 512Ε· πάντα δοκεῖ τοὺς καρποὺς ἐξομοιοῦν, παράγειν ὁμοίους καρπούς, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 2, 4: ― Παθ., [[γίνομαι]] ἢ εἶμαι ὅμοιός τινι, ἄνδρας γυναιξὶν ἐξομοιοῦσθαι φύσιν Εὐρ. Ἀνδρ. 354, πρβλ. Ξεν. Οἰκ. 7, 32· [[σχῆμα]] ἐξ. [[πρός]] τινα Πλουτ. Φλαμινῖνος 3: ― ἐν Σοφ. Αἴαντι 549 δεῖ πωλοδαμνεῖν (αὐτὸν) κἀξομοιοῦσθαι φύσιν, τὸ ἐξομοιοῦσθαι [[εἶναι]] παθ. ἔχον ὡς ὑποκείμενον τὸ αὐτόν, τὸ δὲ φύσιν [[εἶναι]] αἰτ. ἐκφράζουσα τὸ κατά τι, ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ.
|lstext='''ἐξομοιόω''': καθιστῶ τι ὅμοιον, ἐξομοιεῦντες τὸ [[εἶδος]] ἐς τὸ δυνατὸν Ἡρόδ. 3. 24· αὑτὸν τῇ πολιτείᾳ Πλάτ. Γοργ. 512Ε· πάντα δοκεῖ τοὺς καρποὺς ἐξομοιοῦν, παράγειν ὁμοίους καρπούς, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 2, 4: ― Παθ., [[γίνομαι]] ἢ εἶμαι ὅμοιός τινι, ἄνδρας γυναιξὶν ἐξομοιοῦσθαι φύσιν Εὐρ. Ἀνδρ. 354, πρβλ. Ξεν. Οἰκ. 7, 32· [[σχῆμα]] ἐξ. [[πρός]] τινα Πλουτ. Φλαμινῖνος 3: ― ἐν Σοφ. Αἴαντι 549 δεῖ πωλοδαμνεῖν (αὐτὸν) κἀξομοιοῦσθαι φύσιν, τὸ ἐξομοιοῦσθαι [[εἶναι]] παθ. ἔχον ὡς ὑποκείμενον τὸ αὐτόν, τὸ δὲ φύσιν [[εἶναι]] αἰτ. ἐκφράζουσα τὸ κατά τι, ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />faire ressembler complètement, assimiler ; <i>Pass.</i> être entièrement semblable : τινι, [[πρός]] τινα à qqn;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐξομοιόομαι-οῦμαι exécuter d’une façon semblable.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ὁμοιόω]].
}}
}}