δυσκόμιστος: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_18)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσκόμιστος''': -ον, ὃν δυσκόλως φέρει τις, [[ἀφόρητος]], ἀσνυπόφορος, [[πότμος]], Σοφ. Ἀντ. 1346· τέκνα, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1423
|lstext='''δυσκόμιστος''': -ον, ὃν δυσκόλως φέρει τις, [[ἀφόρητος]], ἀσνυπόφορος, [[πότμος]], Σοφ. Ἀντ. 1346· τέκνα, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1423
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />difficile à supporter, intolérable.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[κομίζω]].
}}
}}