σχέθω: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_22)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σχέθω''': ὑποτιθέμενος, [[ἰσοδύναμος]] [[τύπος]] τῷ ἔχω, ὡς [[φλεγέθω]] τοῦ [[φλέγω]]· ἀλλ’ ὁ ἐνεστὼς οὖτος φαίνεται [[πλάσμα]], [[ἐπειδὴ]] οὐδεὶς [[τύπος]] ὑπάρχει ὃν δὲν δυνάμεθα νὰ ἀναγάγωμεν εἰς τὸν ἀόρ. [[ἔσχεθον]], [[ὅστις]] ἐσχηματίσθη κατὰ ποιητικὴν ἐπέκτασιν τοῦ [[ἔσχον]] (οἱ γραμμ., ὡς Ἀρκάδ. 155, Ἐτυμολ. Μέγ. 739. 51, καὶ οἱ ἀντιγραφεῖς πιθανῶς ἐπλανήθησαν [[ἕνεκα]] πλημμελοῦς τονισμοῦ ― σχέθειν, σχέθων ἀντὶ σχεθεῖν, σχεθών, πρβλ. Elm l. εἰς Εὐρ. Μήδ. 186, 995, [[Ἡρακλ]]. 272, Εl endt Λεξ. Σοφ. ἐν λ. [[εἰκαθεῖν]], πρβλ. [[ἀνασχεθέειν]], ἐπι-, κατά-, ὑποσχεθεῖν. Κρατῶ, ἀσπίδας πάροιθεν σχέθον [[αὐτοῦ]] Ἰλ. Ξ. 428, πρβλ. Δ, 113 ἀσπίδα... σχέθ’ ἀπὸ ἓο Ν. 163· ἐπ’ ἀγκῶνος κεφαλὴν σχέθεν Ὀδ. Ξ. 494· σχέθον ἔξω νῆα Κ. 95. 2) [[ἁπλῶς]] ἔχω, νόον σχέθε τόνδ’ ἐνὶ θυμῷ Ξ. 490· Ἄργει δ’ ἔσχεθε [[κῦδος]] Πινδ. Ο. 9. 132· τόλμαν σχεθεῖν Αἰσχύλ. Πρ. 16· ἐν φρεσὶν καρδίαν σχεθὼν ὁ αὐτ. ἐν Χο. 832· ἕδραν..., ὅσην παρ’ ἄλλοις οὔποτ’ ἂν σχέθοις ὁ αὐτ. ἐν Εὐα. 857, πρβλ. Πινδ. Ο. 1. 114· ἐκ μὲν Ἐριχθονίου... ἔσχεθε κοῦρον, ἔσχε [[τέκνον]], Σοφ. Ἀποσπ. 230· ἐν φυλάκᾳ σχεθέμεν τινὰ Πινδ. Π. 4. 134. ΙΙ. κρατῶ [[ὀπίσω]], [[ἀναχαιτίζω]], συγκρατῶ, [[στεφάνη]] [[δόρυ]] οἱ σχέθε Ἰλ. Λ. 96, πρβλ. Μ. 184· ἔσχεθεν ἱεμένους περ Ὀδ. Π. 430, κλπ.· σχέθον ἵππους Ἰλ. Π. 506· [[ἔσχεθον]] αὐδὴν Τ. 418· σχεθέτω φόρμιγγα Ὀδ. Θ. 537· νύκτα σχέθεν Ψ. 243· [[αἷμα]] [[ἔσχεθον]], ἐσταμάτησαν, «ἔπαυσαν» (Σχόλ.), Τ. 458· [[μετὰ]] γενικ., σχέθε δ’ [[ὄσσε]] γόοιο Δ. 758· [[ὅπως]] ἂν αὐτοὺς ὕβρεως [[σχέθω]] Ἀριστοφάν. Λυσ. 425, πρβλ. Θεόκρ. 22. 96· [[μετὰ]] μετοχ., ἐρέφοντα σχέθοι, [[ὅπως]] ἐμποδίσῃ αὐτὸν ἀπὸ τοῦ νὰ ἐπιστέψῃ, Πινδ. Ι. 4 (3). 93· μετ’ ἀπαρ., οὔτ’ ἂν Αἴαντος [[δόρυ]] μὴ πάντα πέρσαι... σχέθοι Εὐρ. Ρῆσ. 602. ΙΙΙ. ἀπολ., οὐδ’ ἄρ’ ὀχῆες ἐσχεθέτην, δὲν ἐκράτησαν, δὲν «ἐβάσταξαν», Ἰλ. Μ. 461. ― Σπαν. παρὰ πεζογράφοις, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπ. 2. 4.
|lstext='''σχέθω''': ὑποτιθέμενος, [[ἰσοδύναμος]] [[τύπος]] τῷ ἔχω, ὡς [[φλεγέθω]] τοῦ [[φλέγω]]· ἀλλ’ ὁ ἐνεστὼς οὖτος φαίνεται [[πλάσμα]], [[ἐπειδὴ]] οὐδεὶς [[τύπος]] ὑπάρχει ὃν δὲν δυνάμεθα νὰ ἀναγάγωμεν εἰς τὸν ἀόρ. [[ἔσχεθον]], [[ὅστις]] ἐσχηματίσθη κατὰ ποιητικὴν ἐπέκτασιν τοῦ [[ἔσχον]] (οἱ γραμμ., ὡς Ἀρκάδ. 155, Ἐτυμολ. Μέγ. 739. 51, καὶ οἱ ἀντιγραφεῖς πιθανῶς ἐπλανήθησαν [[ἕνεκα]] πλημμελοῦς τονισμοῦ ― σχέθειν, σχέθων ἀντὶ σχεθεῖν, σχεθών, πρβλ. Elm l. εἰς Εὐρ. Μήδ. 186, 995, [[Ἡρακλ]]. 272, Εl endt Λεξ. Σοφ. ἐν λ. [[εἰκαθεῖν]], πρβλ. [[ἀνασχεθέειν]], ἐπι-, κατά-, ὑποσχεθεῖν. Κρατῶ, ἀσπίδας πάροιθεν σχέθον [[αὐτοῦ]] Ἰλ. Ξ. 428, πρβλ. Δ, 113 ἀσπίδα... σχέθ’ ἀπὸ ἓο Ν. 163· ἐπ’ ἀγκῶνος κεφαλὴν σχέθεν Ὀδ. Ξ. 494· σχέθον ἔξω νῆα Κ. 95. 2) [[ἁπλῶς]] ἔχω, νόον σχέθε τόνδ’ ἐνὶ θυμῷ Ξ. 490· Ἄργει δ’ ἔσχεθε [[κῦδος]] Πινδ. Ο. 9. 132· τόλμαν σχεθεῖν Αἰσχύλ. Πρ. 16· ἐν φρεσὶν καρδίαν σχεθὼν ὁ αὐτ. ἐν Χο. 832· ἕδραν..., ὅσην παρ’ ἄλλοις οὔποτ’ ἂν σχέθοις ὁ αὐτ. ἐν Εὐα. 857, πρβλ. Πινδ. Ο. 1. 114· ἐκ μὲν Ἐριχθονίου... ἔσχεθε κοῦρον, ἔσχε [[τέκνον]], Σοφ. Ἀποσπ. 230· ἐν φυλάκᾳ σχεθέμεν τινὰ Πινδ. Π. 4. 134. ΙΙ. κρατῶ [[ὀπίσω]], [[ἀναχαιτίζω]], συγκρατῶ, [[στεφάνη]] [[δόρυ]] οἱ σχέθε Ἰλ. Λ. 96, πρβλ. Μ. 184· ἔσχεθεν ἱεμένους περ Ὀδ. Π. 430, κλπ.· σχέθον ἵππους Ἰλ. Π. 506· [[ἔσχεθον]] αὐδὴν Τ. 418· σχεθέτω φόρμιγγα Ὀδ. Θ. 537· νύκτα σχέθεν Ψ. 243· [[αἷμα]] [[ἔσχεθον]], ἐσταμάτησαν, «ἔπαυσαν» (Σχόλ.), Τ. 458· [[μετὰ]] γενικ., σχέθε δ’ [[ὄσσε]] γόοιο Δ. 758· [[ὅπως]] ἂν αὐτοὺς ὕβρεως [[σχέθω]] Ἀριστοφάν. Λυσ. 425, πρβλ. Θεόκρ. 22. 96· [[μετὰ]] μετοχ., ἐρέφοντα σχέθοι, [[ὅπως]] ἐμποδίσῃ αὐτὸν ἀπὸ τοῦ νὰ ἐπιστέψῃ, Πινδ. Ι. 4 (3). 93· μετ’ ἀπαρ., οὔτ’ ἂν Αἴαντος [[δόρυ]] μὴ πάντα πέρσαι... σχέθοι Εὐρ. Ρῆσ. 602. ΙΙΙ. ἀπολ., οὐδ’ ἄρ’ ὀχῆες ἐσχεθέτην, δὲν ἐκράτησαν, δὲν «ἐβάσταξαν», Ἰλ. Μ. 461. ― Σπαν. παρὰ πεζογράφοις, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπ. 2. 4.
}}
{{bailly
|btext=<i>sbj. ao.2 poét. de</i> [[ἔχω]].
}}
}}