καταργίζω: Difference between revisions

19
(6_21)
(19)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταργίζω''': τινά, [[κάμνω]] τινὰ νὰ βραδύνῃ, σπουδὴ οὐ καταργίζει [[πόδα]] Αἰσχύλ. Θήβ. 536˙ ἴδε ἐν λ. [[ἀπαρτίζω]].
|lstext='''καταργίζω''': τινά, [[κάμνω]] τινὰ νὰ βραδύνῃ, σπουδὴ οὐ καταργίζει [[πόδα]] Αἰσχύλ. Θήβ. 536˙ ἴδε ἐν λ. [[ἀπαρτίζω]].
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[καταργίζω]] (Α)<br />[[αναγκάζω]] κάποιον να αργοπορήσει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ἀργίζω</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀργός]] [II])].———————— <b>(II)</b><br />[[καταργίζω]] (Μ)<br /><b>1.</b> [[βρίζω]], [[καταριέμαι]]<br /><b>2.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>καταργισμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />αφορισμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Από τον αόρ. <i>κατ</i>-<i>ήργ</i>-<i>ησα</i> του <i>κατ</i>-<i>αργῶ</i> (ΙΙ) υποχωρητικά, [[κατά]] το [[σχήμα]] <i>ἐσφράγισα</i>: [[σφραγίζω]].
}}
}}