χρυσοδαίδαλτος: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_17)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χρῡσοδαίδαλτος''': -ον, κεκοσμημένος διὰ ποικίλων χρυσῶν κοσμημάτων, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 972, Εὐρ. Ἰφ. ἐν Αὐλ. 219 (Νόθ.).
|lstext='''χρῡσοδαίδαλτος''': -ον, κεκοσμημένος διὰ ποικίλων χρυσῶν κοσμημάτων, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 972, Εὐρ. Ἰφ. ἐν Αὐλ. 219 (Νόθ.).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />habilement travaillé un or, richement orné d’or.<br />'''Étymologie:''' [[χρυσός]], [[δαίδαλος]].
}}
}}