ὠκύροος: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_18)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὠκύροος''': -ον, ποιητικ. ἐπίθ., ὁ [[ταχέως]] ῥέων, ποταμὸς Ἰλ. Ε. 598, Η. 133· ― θηλ. Ὠκῠρόη, ἡ, μία τῶν Ὠκεανίδων, Ὕμν. Ὁμηρ. εἰς Δήμ. 420, Ἡσ. Θεογ. 360.
|lstext='''ὠκύροος''': -ον, ποιητικ. ἐπίθ., ὁ [[ταχέως]] ῥέων, ποταμὸς Ἰλ. Ε. 598, Η. 133· ― θηλ. Ὠκῠρόη, ἡ, μία τῶν Ὠκεανίδων, Ὕμν. Ὁμηρ. εἰς Δήμ. 420, Ἡσ. Θεογ. 360.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui coule rapidement, au cours rapide.<br />'''Étymologie:''' [[ὠκύς]], [[ῥέω]].
}}
}}