ἀπονενοημένως: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_6)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπονενοημένως''': ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ [[ἀπονοέομαι]], [[ἀπεγνωκότως]], [[ἀπεγνωσμένως]], [[ὁμόσε]] ἐχώρουν [[ἀπονενοημένως]] τοῖς ἀναβεβηκόσιν Ξεν. Ἑλλ. 7. 2, 8· ἀπ. ἔχειν πρὸς τὰ γεύματα, ἐπιμόνως ἀποστρέφεσθαι τὴν τροφήν, Ἱππ. Ἐπίδ. τὸ Γ΄ 1096· ἀπ. διακεῖσθαι πρὸς τὸ ζῆν Ἰσοκρ. 131D.
|lstext='''ἀπονενοημένως''': ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ [[ἀπονοέομαι]], [[ἀπεγνωκότως]], [[ἀπεγνωσμένως]], [[ὁμόσε]] ἐχώρουν [[ἀπονενοημένως]] τοῖς ἀναβεβηκόσιν Ξεν. Ἑλλ. 7. 2, 8· ἀπ. ἔχειν πρὸς τὰ γεύματα, ἐπιμόνως ἀποστρέφεσθαι τὴν τροφήν, Ἱππ. Ἐπίδ. τὸ Γ΄ 1096· ἀπ. διακεῖσθαι πρὸς τὸ ζῆν Ἰσοκρ. 131D.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />avec désespoir.<br />'''Étymologie:''' part. pf. Pass. de [[ἀπονοέομαι]].
}}
}}