3,277,206
edits
(6_20) |
(38) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σορέλλη''': σκωπτικὸν [[ὄνομα]] γέροντος ἔχοντος τὸν ἕτερον [[πόδα]] ἐν τῷ τάφῳ (πρβλ. σορο-[[δαίμων]], σορόπληκτος), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 1. 1, [[ἔνθα]] ἴδε τὸν Δινδ. Τὸν τύπον σορέλλην (Εὐστ. 1289. 15) ἀποδοκιμάζει ὁ Bgk. εἰς Meineke Κωμικ. Ἀποσπ. 2. 1034, Ἡσύχ. | |lstext='''σορέλλη''': σκωπτικὸν [[ὄνομα]] γέροντος ἔχοντος τὸν ἕτερον [[πόδα]] ἐν τῷ τάφῳ (πρβλ. σορο-[[δαίμων]], σορόπληκτος), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 1. 1, [[ἔνθα]] ἴδε τὸν Δινδ. Τὸν τύπον σορέλλην (Εὐστ. 1289. 15) ἀποδοκιμάζει ὁ Bgk. εἰς Meineke Κωμικ. Ἀποσπ. 2. 1034, Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἡ, Α<br />[[παρωνύμιο]] γέροντα που βρίσκεται στο [[χείλος]] του τάφου, που έχει το ένα του [[πόδι]] στον τάφο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κωμική λ. σχηματισμένη από τη λ. [[σορός]] με</i> [[επίθημα]] -<i>έλλη</i>, πιθ. υποκοριστικό]. | |||
}} | }} |