σορέλλη: Difference between revisions

38
(6_20)
(38)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σορέλλη''': σκωπτικὸν [[ὄνομα]] γέροντος ἔχοντος τὸν ἕτερον [[πόδα]] ἐν τῷ τάφῳ (πρβλ. σορο-[[δαίμων]], σορόπληκτος), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 1. 1, [[ἔνθα]] ἴδε τὸν Δινδ. Τὸν τύπον σορέλλην (Εὐστ. 1289. 15) ἀποδοκιμάζει ὁ Bgk. εἰς Meineke Κωμικ. Ἀποσπ. 2. 1034, Ἡσύχ.
|lstext='''σορέλλη''': σκωπτικὸν [[ὄνομα]] γέροντος ἔχοντος τὸν ἕτερον [[πόδα]] ἐν τῷ τάφῳ (πρβλ. σορο-[[δαίμων]], σορόπληκτος), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 1. 1, [[ἔνθα]] ἴδε τὸν Δινδ. Τὸν τύπον σορέλλην (Εὐστ. 1289. 15) ἀποδοκιμάζει ὁ Bgk. εἰς Meineke Κωμικ. Ἀποσπ. 2. 1034, Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br />[[παρωνύμιο]] γέροντα που βρίσκεται στο [[χείλος]] του τάφου, που έχει το ένα του [[πόδι]] στον τάφο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κωμική λ. σχηματισμένη από τη λ. [[σορός]] με</i> [[επίθημα]] -<i>έλλη</i>, πιθ. υποκοριστικό].
}}
}}