ἐκτελέω: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_6)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκτελέω''': Ἐπ. παρατ. ἐξετέλειον Ἰλ. Ι. 493, Ὀδ. Δ. 7: - μέλλ. -τελέσω Ἰλ. Β. 286., Κ. 105: - Μέσ., μέλλ. [[μετὰ]] παθ. σημασ., ἴδε ἐν τέλ. Φέρω ἐντελῶς εἰς [[πέρας]], κατορθώνω, ἐκτελῶ, ἐκτελέσας μέγα [[ἔργον]] Ὀδ. Γ. 275· ὡς... ἐκτελέσειεν ἀέθλους Θ. 22· ὁμὴν ὁδὸν ἐκτελέσαντες, ἂν καὶ ἐκάμαμεν τὸν αὐτὸν δρόμον, Κ. 41, κτλ.· ἐκπληρῶ ὑπόσχεσιν κτλ., [[οὐδέ]] τοι ἐκτελέουσιν ὑπόσχεσιν Ἰλ. Β. 286· μὴ οἱ ἀπειλὰς ἐκτελέσωσι θεοὶ Ι. 245· οὔ θην Ἕκτορι πάντα νοήματα... [[Ζεὺς]] ἐκτελέει Κ. 104, κτλ.· ἐπιθυμίην Ἡρόδ. 1. 32· ἀπόλ., Δαρείου βασιλέος ἐκτελέσας (ἐνν. τὸ [[ἔργον]]) κατὰ νοῦν Ἐπίγραμμα παρ’ Ἡροδ. 4. 88. - Παθ., ὦδε γὰρ ἐκτελέεσθαι ὀΐομαι, οὕτω θὰ γείνῃ, Ἰλ. Μ. 217, πρβλ. Η. 353· ἐκτελοῖτο δὴ τὰ χρηστὰ Αἰσχύλ. Πέρσ. 228. 2) ἐπὶ χρόνου, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 562, Ἡρόδ. 6. 69, Πινδ. Π. 4. 185· [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ., μῆνές τε καὶ ἡμέραι ἐξετελεῦντο Ὀδ. Λ. 294.
|lstext='''ἐκτελέω''': Ἐπ. παρατ. ἐξετέλειον Ἰλ. Ι. 493, Ὀδ. Δ. 7: - μέλλ. -τελέσω Ἰλ. Β. 286., Κ. 105: - Μέσ., μέλλ. [[μετὰ]] παθ. σημασ., ἴδε ἐν τέλ. Φέρω ἐντελῶς εἰς [[πέρας]], κατορθώνω, ἐκτελῶ, ἐκτελέσας μέγα [[ἔργον]] Ὀδ. Γ. 275· ὡς... ἐκτελέσειεν ἀέθλους Θ. 22· ὁμὴν ὁδὸν ἐκτελέσαντες, ἂν καὶ ἐκάμαμεν τὸν αὐτὸν δρόμον, Κ. 41, κτλ.· ἐκπληρῶ ὑπόσχεσιν κτλ., [[οὐδέ]] τοι ἐκτελέουσιν ὑπόσχεσιν Ἰλ. Β. 286· μὴ οἱ ἀπειλὰς ἐκτελέσωσι θεοὶ Ι. 245· οὔ θην Ἕκτορι πάντα νοήματα... [[Ζεὺς]] ἐκτελέει Κ. 104, κτλ.· ἐπιθυμίην Ἡρόδ. 1. 32· ἀπόλ., Δαρείου βασιλέος ἐκτελέσας (ἐνν. τὸ [[ἔργον]]) κατὰ νοῦν Ἐπίγραμμα παρ’ Ἡροδ. 4. 88. - Παθ., ὦδε γὰρ ἐκτελέεσθαι ὀΐομαι, οὕτω θὰ γείνῃ, Ἰλ. Μ. 217, πρβλ. Η. 353· ἐκτελοῖτο δὴ τὰ χρηστὰ Αἰσχύλ. Πέρσ. 228. 2) ἐπὶ χρόνου, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 562, Ἡρόδ. 6. 69, Πινδ. Π. 4. 185· [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ., μῆνές τε καὶ ἡμέραι ἐξετελεῦντο Ὀδ. Λ. 294.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>-ῶ :<br />mener à terme :<br /><b>1</b> achever, acc.;<br /><b>2</b> mettre à exécution, accomplir : ἐπιθυμίην HDT satisfaire un désir ; <i>Pass.</i> être accompli, s’accomplir;<br /><b>3</b> <i>en parl. de temps</i> parcourir jusqu’au terme ; <i>Pass.</i> μῆνές [[τε]] καὶ ἡμέραι [[ἐξετελεῦντο]] OD les mois et les jours s’écoulaient.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[τελέω]].<br /><span class="bld">2</span><i>3ᵉ sg.</i> ἐκτελέει, <i>inf.</i> ἐκτελέειν;<br /><i>fut. épq. et ion. de</i> [[ἐκτελέω]].
}}
}}