κατακρυφή: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_9)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατακρῠφή''': ἡ, = [[κατάκρυψις]], μεταφ., [[ὑπεκφυγή]], Σοφ. Ο. Κ. 218 (ἀποφυγὴ τοῦ μὴ εἰπεῖν, Σχόλ.).
|lstext='''κατακρῠφή''': ἡ, = [[κατάκρυψις]], μεταφ., [[ὑπεκφυγή]], Σοφ. Ο. Κ. 218 (ἀποφυγὴ τοῦ μὴ εἰπεῖν, Σχόλ.).
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />dissimulation.<br />'''Étymologie:''' [[κατακρύπτω]].
}}
}}