ἀτημέλητος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀτημέλητος''': -ον, περὶ οὗ οὐδεὶς προσέχει ἢ φροντίζει, Ξεν. Κύρ. 5. 4, 18., 8. 1, 14. 2) ὁ ἐκπεσὼν τῶν ἐλπίδων, ὁ ἀποτυχών, Αἰσχύλ. Ἀγ. 891. ΙΙ. ἐνεργ., μηδεμίαν προσοχὴν δίδων, [[ἀμελής]], [[νωθρός]], Ἀλκίφρ. 3. 55: - Ἐπίρρ., ἀτημελήτως ἔχειν τινός, [[μηδόλως]] προσέχειν εἴς τι..., Ξεν. Κύρ. 8. 1, 15.
|lstext='''ἀτημέλητος''': -ον, περὶ οὗ οὐδεὶς προσέχει ἢ φροντίζει, Ξεν. Κύρ. 5. 4, 18., 8. 1, 14. 2) ὁ ἐκπεσὼν τῶν ἐλπίδων, ὁ ἀποτυχών, Αἰσχύλ. Ἀγ. 891. ΙΙ. ἐνεργ., μηδεμίαν προσοχὴν δίδων, [[ἀμελής]], [[νωθρός]], Ἀλκίφρ. 3. 55: - Ἐπίρρ., ἀτημελήτως ἔχειν τινός, [[μηδόλως]] προσέχειν εἴς τι..., Ξεν. Κύρ. 8. 1, 15.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> négligé;<br /><b>2</b> perdu, ruiné.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[τημελέω]].
}}
}}