3,274,919
edits
(6_13b) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐνεχῠράζω''': μέλλ. -άσω, [[λαμβάνω]] [[ἐνέχυρον]] [[παρά]] τινος, [[μήτε]] ἐνεχυράσαι, [[μήτε]], κτλ., Νόμ. παρὰ Δημ. 518. 1, πρβλ. Πλάτ. Ἀξ. 367Β. 2) μετ’ αἰτ. πράγμ., [[λαμβάνω]] τι ὡς [[ἐνέχυρον]], καὶ διάκονον, εἴ τις ἐχρῆτο, ταύτην ἐνεχυράζειν Δημ. 762. 4, Αἰσχίν. 56. 42, Διον. Ἁλ. 6. 29· ἀπολ., Πολύβ. 6. 37, 8 ([[ἔνθα]] κακῶς κεῖται ἐνεχυριάζων): - Παθ., τὰ χρήματ’ ἐνεχυράζομαι, ἡ [[περιουσία]] μου καταλαμβάνεται ὡς [[ἐνέχυρον]], Ἀριστοφ. Νεφ. 241: - Μέσ. ὡς τὸ ἐνεργ., [[λαμβάνω]] τι ὡς [[ἐνέχυρον]], χἄτεροι τόκου ἐνχυράσασθαί φασιν, καὶ ἕτεροι λέγουσιν ὅτι θὰ κατάσχωσι τὴν περιουσίαν μου ὡς [[ἐνέχυρον]] τοῦ τόκου, [[αὐτόθι]] 35· μὴ ἐνεχυραζόμενον φέρειν ὁ αὐτ. Ἐκκλ. 567. | |lstext='''ἐνεχῠράζω''': μέλλ. -άσω, [[λαμβάνω]] [[ἐνέχυρον]] [[παρά]] τινος, [[μήτε]] ἐνεχυράσαι, [[μήτε]], κτλ., Νόμ. παρὰ Δημ. 518. 1, πρβλ. Πλάτ. Ἀξ. 367Β. 2) μετ’ αἰτ. πράγμ., [[λαμβάνω]] τι ὡς [[ἐνέχυρον]], καὶ διάκονον, εἴ τις ἐχρῆτο, ταύτην ἐνεχυράζειν Δημ. 762. 4, Αἰσχίν. 56. 42, Διον. Ἁλ. 6. 29· ἀπολ., Πολύβ. 6. 37, 8 ([[ἔνθα]] κακῶς κεῖται ἐνεχυριάζων): - Παθ., τὰ χρήματ’ ἐνεχυράζομαι, ἡ [[περιουσία]] μου καταλαμβάνεται ὡς [[ἐνέχυρον]], Ἀριστοφ. Νεφ. 241: - Μέσ. ὡς τὸ ἐνεργ., [[λαμβάνω]] τι ὡς [[ἐνέχυρον]], χἄτεροι τόκου ἐνχυράσασθαί φασιν, καὶ ἕτεροι λέγουσιν ὅτι θὰ κατάσχωσι τὴν περιουσίαν μου ὡς [[ἐνέχυρον]] τοῦ τόκου, [[αὐτόθι]] 35· μὴ ἐνεχυραζόμενον φέρειν ὁ αὐτ. Ἐκκλ. 567. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=prendre un gage ; <i>Pass.</i> ἐνεχυράζομαι τὰ χρήματα mes biens sont pris en gage;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐνεχυράζομαι se faire donner un gage, une garantie, prendre un gage.<br />'''Étymologie:''' [[ἐνέχυρον]]. | |||
}} | }} |