εἰσπαίω: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_5)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εἰσπαίω''': ἀόρ. εἰσέπαισα, εἰσορμῶ, βοῶν γὰρ εἰσέπαισαν [[Οἰδίπους]] Σοφ. Ο. Τ. 1252, Ξέναρχος παρ’ Ἀθην. 63F˙ μετ’ αἰτ. τόπου, κρυπτὸν [[λόχον]] εἰσπαίσας Εὐρ. Ρῆσ. 560.
|lstext='''εἰσπαίω''': ἀόρ. εἰσέπαισα, εἰσορμῶ, βοῶν γὰρ εἰσέπαισαν [[Οἰδίπους]] Σοφ. Ο. Τ. 1252, Ξέναρχος παρ’ Ἀθην. 63F˙ μετ’ αἰτ. τόπου, κρυπτὸν [[λόχον]] εἰσπαίσας Εὐρ. Ρῆσ. 560.
}}
{{bailly
|btext=se précipiter dans <i>ou</i> sur.<br />'''Étymologie:''' [[εἰς]], [[παίω]].
}}
}}