εὐκέαστος: Difference between revisions

15
(6_15)
(15)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐκέαστος''': -ον, ([[κεάζω]]) εὐκόλως σχιζόμενος, [[εὔσχιστος]], [[εὔκλαστος]], Εὐστ. 1241. 18.
|lstext='''εὐκέαστος''': -ον, ([[κεάζω]]) εὐκόλως σχιζόμενος, [[εὔσχιστος]], [[εὔκλαστος]], Εὐστ. 1241. 18.
}}
{{grml
|mltxt=[[εὐκέαστος]], -ον (Μ)<br />αυτός που σχίζεται ή [[σπάζει]] εύκολα, ο ευκολόσχιστος («εὐκέαστα ξύλα», <b>Ευστ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κεαστος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κεάζω]] «[[σχίζω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-<i>κέαστος</i>].
}}
}}