ἀνέξοδος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_17)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνέξοδος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] ἐξόδου, ἐξ οὗ δὲν δύναταί τις νὰ ἐξέλθῃ, [[ἀδιάβατος]], Λατ. irremeabilis. [[Ἀχέρων]] Θεόκρ. 12. 19· δυσχωρίαις Διον. Ἀρ. Ρ. 3. 59· [[λαβύρινθος]] Ἀνθ. Π. 12. 93. 2) [[ἡμέρα]] ἀν., [[ἀκατάλληλος]] πρὸς ἐκστρατείαν ἢ ἐκδρομήν. Πλούτ. 2. 296E. II. ἐπὶ προσώπων ἢ καταστάσεως, κτλ., ὁ μὴ ἐξερχόμενος εἰς τὸ δημόσιον, [[ἀκοινώνητος]], [[αὐτόθι]] 242Ε, 426Β κτλ., [[βίος]] 1098D, [[διάνοια]] 610Α· λόγοι ἀνέξοδοι, [[ἄνευ]] πρακτικοῦ ἀποτελέσματος, 1034Β.
|lstext='''ἀνέξοδος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] ἐξόδου, ἐξ οὗ δὲν δύναταί τις νὰ ἐξέλθῃ, [[ἀδιάβατος]], Λατ. irremeabilis. [[Ἀχέρων]] Θεόκρ. 12. 19· δυσχωρίαις Διον. Ἀρ. Ρ. 3. 59· [[λαβύρινθος]] Ἀνθ. Π. 12. 93. 2) [[ἡμέρα]] ἀν., [[ἀκατάλληλος]] πρὸς ἐκστρατείαν ἢ ἐκδρομήν. Πλούτ. 2. 296E. II. ἐπὶ προσώπων ἢ καταστάσεως, κτλ., ὁ μὴ ἐξερχόμενος εἰς τὸ δημόσιον, [[ἀκοινώνητος]], [[αὐτόθι]] 242Ε, 426Β κτλ., [[βίος]] 1098D, [[διάνοια]] 610Α· λόγοι ἀνέξοδοι, [[ἄνευ]] πρακτικοῦ ἀποτελέσματος, 1034Β.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> sans issue;<br /><b>2</b> qui ne sort plus, qui ne se produit pas en public ; peu sociable, sauvage;<br /><b>3</b> [[ἀνέξοδος]] [[ἡμέρα]] jour où l’on ne peut se mettre en route, ni entreprendre une expédition.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ἔξοδος]].
}}
}}