ἐνδιαίτημα: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_21)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐνδιαίτημα''': τό, [[μέρος]] πρὸς κατοικίαν, [[οἰκητήριον]], Διον. Ἁλ. 1. 37, Πλούτ. 2. 698Β.
|lstext='''ἐνδιαίτημα''': τό, [[μέρος]] πρὸς κατοικίαν, [[οἰκητήριον]], Διον. Ἁλ. 1. 37, Πλούτ. 2. 698Β.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />lieu où l’on vit, demeure.<br />'''Étymologie:''' [[ἐνδιαιτάομαι]].
}}
}}