ἀποσυρίζω: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_3)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποσῡρίζω''': [[συρίζω]] ἠχηρῶς μὴ ἔχων τι νὰ σκεφθῶ, ἢ [[ὅπως]] δείξω ἀδιαφορίαν, μάκρ’ ἀποσυρίζων Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 280: ― Παθ., [[ψιθυρίζω]] ἐν εἴδει συριγμοῦ, ἀπὸ τῶν κλάδων κινουμέων τερπνά… [[μέλη]] ἀπεσυρίετο Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 5. ΙΙ. [[ἀποσυρίζω]] τινά, [[ἀπελαύνω]] αὐτὸν [[μετὰ]] συριγμῶν, ἀποσυριχθησόμεθα Εὐστ. Πονημάτ. 81. 90.
|lstext='''ἀποσῡρίζω''': [[συρίζω]] ἠχηρῶς μὴ ἔχων τι νὰ σκεφθῶ, ἢ [[ὅπως]] δείξω ἀδιαφορίαν, μάκρ’ ἀποσυρίζων Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 280: ― Παθ., [[ψιθυρίζω]] ἐν εἴδει συριγμοῦ, ἀπὸ τῶν κλάδων κινουμέων τερπνά… [[μέλη]] ἀπεσυρίετο Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 5. ΙΙ. [[ἀποσυρίζω]] τινά, [[ἀπελαύνω]] αὐτὸν [[μετὰ]] συριγμῶν, ἀποσυριχθησόμεθα Εὐστ. Πονημάτ. 81. 90.
}}
{{bailly
|btext=siffler fortement ; <i>Pass.</i> être sifflé <i>en parl. d’un air</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[συρίζω]].
}}
}}