φρενοτέκτων: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_17)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φρενοτέκτων''': -ον, ὁ ἐκ τῆς [[ἑαυτοῦ]] φρενὸς τεκταινόμενος καὶ συντιθείς, περὶ τοῦ Αἰσύλου, Ἀριστοφ. Βάτρ. 820.
|lstext='''φρενοτέκτων''': -ον, ὁ ἐκ τῆς [[ἑαυτοῦ]] φρενὸς τεκταινόμενος καὶ συντιθείς, περὶ τοῦ Αἰσύλου, Ἀριστοφ. Βάτρ. 820.
}}
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />qui construit avec son esprit, ingénieux, inventeur.<br />'''Étymologie:''' [[φρήν]], [[τέκτων]].
}}
}}