δορίπαλτος: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_15)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δορίπαλτος''': -ον, ([[πάλλω]]) ὁ πάλλων, σείων τὸ [[δόρυ]], ἐκ χερὸς δοριπάλτου, ἐκ δεξιῶν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 117.
|lstext='''δορίπαλτος''': -ον, ([[πάλλω]]) ὁ πάλλων, σείων τὸ [[δόρυ]], ἐκ χερὸς δοριπάλτου, ἐκ δεξιῶν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 117.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui brandit la lance.<br />'''Étymologie:''' [[δόρυ]], [[πάλλω]].
}}
}}