τετρώροφος: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_17)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τετρώροφος''': -ον, ὁ ἐκ τεσσάρων ὀροφῶν ἀποτελούμενος, [[τετράστεγος]], μὲ τέσσαρα πατώματα, Ἡρόδ. 1. 180.
|lstext='''τετρώροφος''': -ον, ὁ ἐκ τεσσάρων ὀροφῶν ἀποτελούμενος, [[τετράστεγος]], μὲ τέσσαρα πατώματα, Ἡρόδ. 1. 180.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à quatre étages.<br />'''Étymologie:''' [[τέτταρες]], [[ὄροφος]].
}}
}}