Anonymous

βαυκαλάω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_20)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βαυκαλάω''': συγγενὲς τῷ [[βαυβάω]], [[ἀποκοιμίζω]], Λουκ. Λεξιφ. 11, Ὠριγέν. Ἐντεῦθεν βαυκάλημα, τό, νανούρισμα, Ἐπ. Σωκρ. 27. Ὡσαύτως βαυκαλίζω, = [[βαυκαλάω]] (πρβλ. τὸ σύνθετ. καταβ-)· καὶ ἀμφίβολ. [[τύπος]] βαυκανίζω παρ’ Ἡσυχ. (Ὀνοματ. ἐκ τοῦ ᾄσματος τῆς τροφοῦ. Πρβλ. τὸν Μοῖρ.).
|lstext='''βαυκαλάω''': συγγενὲς τῷ [[βαυβάω]], [[ἀποκοιμίζω]], Λουκ. Λεξιφ. 11, Ὠριγέν. Ἐντεῦθεν βαυκάλημα, τό, νανούρισμα, Ἐπ. Σωκρ. 27. Ὡσαύτως βαυκαλίζω, = [[βαυκαλάω]] (πρβλ. τὸ σύνθετ. καταβ-)· καὶ ἀμφίβολ. [[τύπος]] βαυκανίζω παρ’ Ἡσυχ. (Ὀνοματ. ἐκ τοῦ ᾄσματος τῆς τροφοῦ. Πρβλ. τὸν Μοῖρ.).
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />endormir par des chants à la façon des nourrices.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. [[βαυβάω]] ; pê βαυ- et [[κηλέω]].
}}
}}