3,273,404
edits
(6_10) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ναυτικός''': -ή, -όν, ([[ναῦς]], [[ναύτης]]) ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς [[πλοῖον]] ἢ εἰς ναυτιλίαν, ναυτιλλόμενος, [[ναυτικός]], ὁ ν. στρατὸς Ἡρόδ. 7. 99, 203, κτλ.· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὁ [[πεζός]], ὁ αὐτ. 8. 1· ν. λεὼς Αἰσχύλ. Πέρσ. 383· [[στόλος]] Σοφ. Φ. 561· ν. ἐρείπια, ναυάγια πλοίων, Αἰσχύλ. Ἀγ. 661· ἑδώλια Σοφ. Αἴ. 1277· [[σκάφη]] ὁ αὐτ. 1278· ν. [[πόλεμος]] Ἀνδοκ. 30. 32· ν. [[ἀναρχία]], ἡ παρὰ τοῖς ναύταις, Εὐρ. Ἑκάβ. 607· ― [[ὡσαύτως]] τὸ ναυτικόν, ἡ ναυτικὴ [[δύναμις]], [[στόλος]], Ἡρόδ. 7. 97, 160, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1063, Θουκ. 1. 36, κτλ.· [[οὕτως]], ἡ ναυτικὴ Ἡρόδ. 7. 161. 2) ἐπὶ προσώπων, [[ἔμπειρος]] εἰς τὰ ναυτικά, ναυτικοὶ ἐγένοντο, ἔγειναν ἔμπειροι εἰς τὴν θάλασσαν, κατέστησαν [[κράτος]] ναυτικόν, Θουκ. 1. 18, πρβλ. 7. 21. 3) ἡ ναυτικὴ (δηλ. [[τέχνη]]), ἡ περὶ τὴν ναυτιλίαν [[ἐμπειρία]], [[ἐπιτηδειότης]], Ἡρόδ. 8. 1, κτλ.· οὕτω, τὰ ναυτικὰ Πλάτ. Ἀλκ. 1. 124 Ε· ― [[ἀλλά]], τὰ ναυτικά, [[ὡσαύτως]], ναυτικαὶ ὑποθέσεις, ναυτικὴ [[δύναμις]], Θουκ. 4. 75, Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 4. ΙΙ. ἐν Ἀθήναις ναυτικόν, ὡς τεχνικὸς ὅρος ἐδήλου [[δάνειον]] συνομολογηθὲν ἐπὶ ὑποθήκῃ ἢ ἐνεχυρασμῷ τοῦ πλοίου, Λατ. pecunia foenore nautico collocata, Λυσ. 859 Reisk.· ναυτικὰ ἐκδιδόναι, δανείζειν χρήματα ἐπὶ ὑποθήκῃ πλοίου, ὁ αὐτ. 895· οὕτω, δανείζειν ναυτικῶς Διογ. Λ. 7. 13· ναυτ. [[τόκος]] ὁ αὐτ. 6. 99· ναυτικὰ λαμβάνειν, ἀνελέσθαι, δανείζεσθαι, λαμβάνειν χρήματα ἐπὶ ὑποθήκῃ πλοίου, Ξεν. Πόροι 3, 9, Δημ. 1212. 3· ναυτικοῖς ἐργάζεσθαι ὁ αὐτ. 893. 24· ― ναυτικὸν ἀμφοτερόπλουν, [[ὁπόταν]] ὁ δανειστὴς διακινδυνεύῃ τὰ χρήματά του κατά τε τὸν εἰς τὴν πατρίδα πλοῦν καὶ κατὰ τὸν ἐκ τῆς πατρίδος εἰς τὴν ξένην, ἑτερόπλουν δέ, [[ὅταν]] διακινδυνεύῃ μόνον κατὰ τὸν εἰς τὴν ξένην πλοῦν τοῦ πλοίου, ἴδε τὰς λέξ. καὶ πρβλ. τὴν λ. [[συγγραφή]]. | |lstext='''ναυτικός''': -ή, -όν, ([[ναῦς]], [[ναύτης]]) ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς [[πλοῖον]] ἢ εἰς ναυτιλίαν, ναυτιλλόμενος, [[ναυτικός]], ὁ ν. στρατὸς Ἡρόδ. 7. 99, 203, κτλ.· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὁ [[πεζός]], ὁ αὐτ. 8. 1· ν. λεὼς Αἰσχύλ. Πέρσ. 383· [[στόλος]] Σοφ. Φ. 561· ν. ἐρείπια, ναυάγια πλοίων, Αἰσχύλ. Ἀγ. 661· ἑδώλια Σοφ. Αἴ. 1277· [[σκάφη]] ὁ αὐτ. 1278· ν. [[πόλεμος]] Ἀνδοκ. 30. 32· ν. [[ἀναρχία]], ἡ παρὰ τοῖς ναύταις, Εὐρ. Ἑκάβ. 607· ― [[ὡσαύτως]] τὸ ναυτικόν, ἡ ναυτικὴ [[δύναμις]], [[στόλος]], Ἡρόδ. 7. 97, 160, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1063, Θουκ. 1. 36, κτλ.· [[οὕτως]], ἡ ναυτικὴ Ἡρόδ. 7. 161. 2) ἐπὶ προσώπων, [[ἔμπειρος]] εἰς τὰ ναυτικά, ναυτικοὶ ἐγένοντο, ἔγειναν ἔμπειροι εἰς τὴν θάλασσαν, κατέστησαν [[κράτος]] ναυτικόν, Θουκ. 1. 18, πρβλ. 7. 21. 3) ἡ ναυτικὴ (δηλ. [[τέχνη]]), ἡ περὶ τὴν ναυτιλίαν [[ἐμπειρία]], [[ἐπιτηδειότης]], Ἡρόδ. 8. 1, κτλ.· οὕτω, τὰ ναυτικὰ Πλάτ. Ἀλκ. 1. 124 Ε· ― [[ἀλλά]], τὰ ναυτικά, [[ὡσαύτως]], ναυτικαὶ ὑποθέσεις, ναυτικὴ [[δύναμις]], Θουκ. 4. 75, Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 4. ΙΙ. ἐν Ἀθήναις ναυτικόν, ὡς τεχνικὸς ὅρος ἐδήλου [[δάνειον]] συνομολογηθὲν ἐπὶ ὑποθήκῃ ἢ ἐνεχυρασμῷ τοῦ πλοίου, Λατ. pecunia foenore nautico collocata, Λυσ. 859 Reisk.· ναυτικὰ ἐκδιδόναι, δανείζειν χρήματα ἐπὶ ὑποθήκῃ πλοίου, ὁ αὐτ. 895· οὕτω, δανείζειν ναυτικῶς Διογ. Λ. 7. 13· ναυτ. [[τόκος]] ὁ αὐτ. 6. 99· ναυτικὰ λαμβάνειν, ἀνελέσθαι, δανείζεσθαι, λαμβάνειν χρήματα ἐπὶ ὑποθήκῃ πλοίου, Ξεν. Πόροι 3, 9, Δημ. 1212. 3· ναυτικοῖς ἐργάζεσθαι ὁ αὐτ. 893. 24· ― ναυτικὸν ἀμφοτερόπλουν, [[ὁπόταν]] ὁ δανειστὴς διακινδυνεύῃ τὰ χρήματά του κατά τε τὸν εἰς τὴν πατρίδα πλοῦν καὶ κατὰ τὸν ἐκ τῆς πατρίδος εἰς τὴν ξένην, ἑτερόπλουν δέ, [[ὅταν]] διακινδυνεύῃ μόνον κατὰ τὸν εἰς τὴν ξένην πλοῦν τοῦ πλοίου, ἴδε τὰς λέξ. καὶ πρβλ. τὴν λ. [[συγγραφή]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>I.</b> qui concerne la navigation <i>ou</i> les navigateurs, naval, nautique ; τὸ ναυτικόν :<br /><b>1</b> forces maritimes, flotte ; <i>plur.</i> τὰ ναυτικά <i>m. sign.</i><br /><b>2</b> (<i>s.e.</i> [[ἀργύριον]]) argent prêté à la grosse;<br /><b>II.</b> qui a l’expérience de la navigation, propre à la navigation ; ἡ ναυτική ([[τέχνη]]) <i>ou</i> τὰ ναυτικά, l’art de la navigation.<br />'''Étymologie:''' [[ναύτης]]. | |||
}} | }} |