3,273,077
edits
(6_11) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γραμμᾰτικός''': -ή, -όν, ὁ γιγνώσκων γράμματα, [[ἔμπειρος]] εἰς τὴν γραμματικήν, [[καλῶς]] κατέχων τὰ πρῶτα στοιχεῖα, Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 20, Πλάτ. Θεαιτ. 270Β, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 4, 1, κ. ἀλλ.― Ἐπίρρ.–κῶς Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀριστ. [[αὐτόθι]] 2. 2) γρ. [[ἔκπωμα]], [[ποτήριον]] φέρον τὸν ἀλφάβητον ἢ ἐπιγραφήν, Εὔβουλ. Νεοττ. 1, ἴδε Ἀθήν. 466Α, κἑξ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. [[γραμματικός]], ὁ, [[διδάσκαλος]] τῶν πρώτων στοιχείων, Πλούτ. 2. 59F.2) ὁ ἐνασχολούμενος εἰς τὸ Ὁμηρικὸν κείμενον κ. τ. ὅ., [[γραμματικός]], [[κριτικός]], [[ἑρμηνευτής]], Συλλ. Ἐπιγρ. 6083, Πολύβ. 32. 6, 5, Διογ. Λ. 3. 61, κτλ. ΙΙΙ. ἡ -κὴ ([[μετὰ]] τοῦ ἢ [[ἄνευ]] τοῦ [[τέχνη]]) ὡς παρ’ ἡμῖν, Πλάτ. Κρατ. 431Ε, Σοφ. 253Α, κτλ.· ἡ γραμμ. [[ἐπιστήμη]] Ἀριστ. Τοπ. 6. 5, 2·― [[ὡσαύτως]], κριτικὴ [[δεξιότης]], [[πολυμάθεια]], [[παιδεία]], Ἐρατοσθ. ἐν τοῖς Α. Β. 725. 2) [[ἀλφάβητος]], γραπτοὶ χαρακτῆρες, Στράβ. 139, Πλούτ. Ἀριστείδ. 1, κτλ.· πρβλ. Wolf Προλ. Ὁμ. LXIV. | |lstext='''γραμμᾰτικός''': -ή, -όν, ὁ γιγνώσκων γράμματα, [[ἔμπειρος]] εἰς τὴν γραμματικήν, [[καλῶς]] κατέχων τὰ πρῶτα στοιχεῖα, Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 20, Πλάτ. Θεαιτ. 270Β, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 4, 1, κ. ἀλλ.― Ἐπίρρ.–κῶς Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀριστ. [[αὐτόθι]] 2. 2) γρ. [[ἔκπωμα]], [[ποτήριον]] φέρον τὸν ἀλφάβητον ἢ ἐπιγραφήν, Εὔβουλ. Νεοττ. 1, ἴδε Ἀθήν. 466Α, κἑξ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. [[γραμματικός]], ὁ, [[διδάσκαλος]] τῶν πρώτων στοιχείων, Πλούτ. 2. 59F.2) ὁ ἐνασχολούμενος εἰς τὸ Ὁμηρικὸν κείμενον κ. τ. ὅ., [[γραμματικός]], [[κριτικός]], [[ἑρμηνευτής]], Συλλ. Ἐπιγρ. 6083, Πολύβ. 32. 6, 5, Διογ. Λ. 3. 61, κτλ. ΙΙΙ. ἡ -κὴ ([[μετὰ]] τοῦ ἢ [[ἄνευ]] τοῦ [[τέχνη]]) ὡς παρ’ ἡμῖν, Πλάτ. Κρατ. 431Ε, Σοφ. 253Α, κτλ.· ἡ γραμμ. [[ἐπιστήμη]] Ἀριστ. Τοπ. 6. 5, 2·― [[ὡσαύτως]], κριτικὴ [[δεξιότης]], [[πολυμάθεια]], [[παιδεία]], Ἐρατοσθ. ἐν τοῖς Α. Β. 725. 2) [[ἀλφάβητος]], γραπτοὶ χαρακτῆρες, Στράβ. 139, Πλούτ. Ἀριστείδ. 1, κτλ.· πρβλ. Wolf Προλ. Ὁμ. LXIV. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>I.</b> qui concerne l’art de lire <i>ou</i> d’écrire :<br /><b>1</b> ἡ γραμματική ([[τέχνη]]) la science <i>ou</i> l’art de lire et d’écrire, la grammaire ; τὰ γραμματικά, connaissances grammaticales, étude de la grammaire, grammaire;<br /><b>2</b> ἡ γραμματική, la grammaire <i>ou</i> l’ensemble des caractères d’écriture, l’alphabet;<br /><b>3</b> qui sait lire et écrire;<br /><b>4</b> ὁ [[γραμματικός]] qui enseigne à lire et à écrire;<br /><b>II.</b> orné de lettres gravées;<br /><i>Cp.</i> γραμματικώτερος.<br />'''Étymologie:''' [[γράμμα]]. | |||
}} | }} |