3,276,932
edits
(6_4) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αἴξ''': αἰγός, ὁ, ἡ, δοτ. πληθ αἴγεσιν, Ἰλ. Κ. 486. Αἴξ, γίδα, Λατ. caper, capra, παρ’ Ὁμήρ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον θηλ. ἀλλὰ ἀρσ. ἐν Ὀδ. Ξ. 106, 530· (πρβλ. [[τράγος]])· ὁ μηκασμὸς αὐτῆς παρίσταται διὰ τῶν λέξεων [[μηκάομαι]], [[μηκάς]]· τὸ μικρὸν λέγεται [[ἔριφος]]: ἀγέλαι αἰγῶν ἦσαν συνήθεις κατὰ τοὺς Ὁμηρ. χρόνους· πρβλ. [[αἰπόλιον]], [[αἰπόλος]]· - [[ἅπαξ]] παρὰ Τραγ. Σοφ. Ἀποσπ. 962 (λυρ.). 2) αἴξ [[ἄγριος]], ὁ [[αἴγαγρος]]· [[ἰονθάς]] (φέρων πώγωνα), Ὀδ. Ξ. 50 [[ἴξαλος]] (ἁλλόμενος, πηδῶν), Ἰλ. Δ. 105· φέρων κέρατα ἓξ σπιθαμῶν τὸ [[μῆκος]], [[αὐτόθι]] 109· [[εἶναι]] ἀναμφιβόλως ὁ Λατ. καλούμενος ibex· τά: αἶγες ὀρεσκῷοι ἐν Ὀδ. Ι. 155· ἀγροτέραι ἐν Ρ. 294, καὶ ὁ [[αἴγαγρος]], (ὃ ἴδε) δυνατὸν νὰ ἀνήκωσιν εἰς διάφορα εἴδη: παροιμ., αἴξ οὐρανία, παρὰ Κωμ. = πηγὴ μυστηριώδους καὶ ὑπόπτου πλούτου ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὸ [[κέρας]] τῆς Ἀμαλθείας, Κρατῖν. (Χείρωνες 21)· παρὰ Ζηνοβ. 1.26· οὐράνιον αἶγα πλουτοφόρον, Κωμ. Ἀνων. 281. 3) ὁ [[ὁμώνυμος]] Ἀστερισμός, Ἄρατ. 157. ΙΙ. πτηνὸν ὑδρόβιον, πιθαν. ἐκ τοῦ γένους τῶν χηνῶν, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 8. 3. 16. ΙΙΙ. λαμπρὸν πυρῶδες μετέωρον, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 4, 6. IV. αἶγες = ὑψηλὰ κύματα, Ἀρτεμιδ. 2. 12, πρβλ. [[αἰγιαλός]]. (Ἐκ √ΑΙΓ πιθ. = ἄγι, ὡς φαίνεται ἐκ τῶν Σανσκρ. aǵâ (ἀγγλ. goat, αἴξ) aǵas ([[ἔλαφος]]): ἡ ἐκ τοῦ [[ἀΐσσω]] παραγωγὴ πρέπει νὰ ἐγκαταλειφθῇ, [[ἐπειδὴ]] ἡ [[ῥίζα]] τοῦ ῥήματος τούτου εἶνε αἰκ: ἴδε Κούρτ. ἀρ. 120). | |lstext='''αἴξ''': αἰγός, ὁ, ἡ, δοτ. πληθ αἴγεσιν, Ἰλ. Κ. 486. Αἴξ, γίδα, Λατ. caper, capra, παρ’ Ὁμήρ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον θηλ. ἀλλὰ ἀρσ. ἐν Ὀδ. Ξ. 106, 530· (πρβλ. [[τράγος]])· ὁ μηκασμὸς αὐτῆς παρίσταται διὰ τῶν λέξεων [[μηκάομαι]], [[μηκάς]]· τὸ μικρὸν λέγεται [[ἔριφος]]: ἀγέλαι αἰγῶν ἦσαν συνήθεις κατὰ τοὺς Ὁμηρ. χρόνους· πρβλ. [[αἰπόλιον]], [[αἰπόλος]]· - [[ἅπαξ]] παρὰ Τραγ. Σοφ. Ἀποσπ. 962 (λυρ.). 2) αἴξ [[ἄγριος]], ὁ [[αἴγαγρος]]· [[ἰονθάς]] (φέρων πώγωνα), Ὀδ. Ξ. 50 [[ἴξαλος]] (ἁλλόμενος, πηδῶν), Ἰλ. Δ. 105· φέρων κέρατα ἓξ σπιθαμῶν τὸ [[μῆκος]], [[αὐτόθι]] 109· [[εἶναι]] ἀναμφιβόλως ὁ Λατ. καλούμενος ibex· τά: αἶγες ὀρεσκῷοι ἐν Ὀδ. Ι. 155· ἀγροτέραι ἐν Ρ. 294, καὶ ὁ [[αἴγαγρος]], (ὃ ἴδε) δυνατὸν νὰ ἀνήκωσιν εἰς διάφορα εἴδη: παροιμ., αἴξ οὐρανία, παρὰ Κωμ. = πηγὴ μυστηριώδους καὶ ὑπόπτου πλούτου ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὸ [[κέρας]] τῆς Ἀμαλθείας, Κρατῖν. (Χείρωνες 21)· παρὰ Ζηνοβ. 1.26· οὐράνιον αἶγα πλουτοφόρον, Κωμ. Ἀνων. 281. 3) ὁ [[ὁμώνυμος]] Ἀστερισμός, Ἄρατ. 157. ΙΙ. πτηνὸν ὑδρόβιον, πιθαν. ἐκ τοῦ γένους τῶν χηνῶν, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 8. 3. 16. ΙΙΙ. λαμπρὸν πυρῶδες μετέωρον, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 4, 6. IV. αἶγες = ὑψηλὰ κύματα, Ἀρτεμιδ. 2. 12, πρβλ. [[αἰγιαλός]]. (Ἐκ √ΑΙΓ πιθ. = ἄγι, ὡς φαίνεται ἐκ τῶν Σανσκρ. aǵâ (ἀγγλ. goat, αἴξ) aǵas ([[ἔλαφος]]): ἡ ἐκ τοῦ [[ἀΐσσω]] παραγωγὴ πρέπει νὰ ἐγκαταλειφθῇ, [[ἐπειδὴ]] ἡ [[ῥίζα]] τοῦ ῥήματος τούτου εἶνε αἰκ: ἴδε Κούρτ. ἀρ. 120). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=αἰγός (ἡ) :<br /><b>1</b> chèvre, <i>animal</i>;<br /><b>2</b> [[αἱ]] αἶγες grosses vagues.<br />'''Étymologie:''' R. Ἀγ, mener, pousser. | |||
}} | }} |