3,273,006
edits
(6_10) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πλαστικός''': -ή, -όν, ([[πλάσσω]]) ὁ δυνάμενος νὰ πλασθῇ, γῆ... τῶν σωμάτων πλαστικωτάτη Πλάτ. Τίμ. 55Ε, [[ἔνθα]] ἴδε Stallb.· ― αἱ πλ. τέχναι, αἱ τέχναι τοῦ πλάττειν τὸν πηλόν, κηρόν, κλπ., Πλάτ. Νόμ. 679Α· οὕτω, ἡ πλαστικὴ Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 1. 5, 5, Λουκ. Προμ. 2, κτλ. | |lstext='''πλαστικός''': -ή, -όν, ([[πλάσσω]]) ὁ δυνάμενος νὰ πλασθῇ, γῆ... τῶν σωμάτων πλαστικωτάτη Πλάτ. Τίμ. 55Ε, [[ἔνθα]] ἴδε Stallb.· ― αἱ πλ. τέχναι, αἱ τέχναι τοῦ πλάττειν τὸν πηλόν, κηρόν, κλπ., Πλάτ. Νόμ. 679Α· οὕτω, ἡ πλαστικὴ Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 1. 5, 5, Λουκ. Προμ. 2, κτλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />qui concerne l’art de modeler des figures en terre, en cire, <i>etc.</i> ; ἡ πλαστική ([[τέχνη]]) la plastique.<br />'''Étymologie:''' [[πλάσσω]]. | |||
}} | }} |