κατένωπα: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_8)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατένωπα''': ἢ [[κάλλιον]] κατενῶπα, Λοβεκ. Παραλ. 169· Ἐπίρρ. ([[ἐνωπή]])·- κατ’ εὐθεῖαν ἀπέναντί τινος, κατὰ [[πρόσωπον]], [[μετὰ]] γεν., κατ. ἰδὼν Δαναῶν Ἰλ. Ο. 320· οὕτω, κατενώπιον τοῦ Θεοῦ, διάφ. γραφ. ἐν Β΄ Ἐπιστ. π. Κορ. ιβ΄, 19.- Ὁ Ὅμηρ. ἔχει [[ὡσαύτως]] ἐνωπῇ, [[ἐνωπαδίως]].
|lstext='''κατένωπα''': ἢ [[κάλλιον]] κατενῶπα, Λοβεκ. Παραλ. 169· Ἐπίρρ. ([[ἐνωπή]])·- κατ’ εὐθεῖαν ἀπέναντί τινος, κατὰ [[πρόσωπον]], [[μετὰ]] γεν., κατ. ἰδὼν Δαναῶν Ἰλ. Ο. 320· οὕτω, κατενώπιον τοῦ Θεοῦ, διάφ. γραφ. ἐν Β΄ Ἐπιστ. π. Κορ. ιβ΄, 19.- Ὁ Ὅμηρ. ἔχει [[ὡσαύτως]] ἐνωπῇ, [[ἐνωπαδίως]].
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />exactement en face de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἐνωπή]].
}}
}}