γλύφανος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_14)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''γλύφᾰνος''': ὁ, ([[γλύφω]]) [[ἐργαλεῖον]] γλυφῆς, [[σμίλη]], Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 41, Θεόκρ. 1. 28· γλ. καλάμου, κονδυλομάχαιρον, Ἀνθ. Π. 6. 63.
|lstext='''γλύφᾰνος''': ὁ, ([[γλύφω]]) [[ἐργαλεῖον]] γλυφῆς, [[σμίλη]], Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 41, Θεόκρ. 1. 28· γλ. καλάμου, κονδυλομάχαιρον, Ἀνθ. Π. 6. 63.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />ciseau, burin.<br />'''Étymologie:''' [[γλύφω]].
}}
}}