3,270,824
edits
(6_6) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔφηβος''': Δωρ. ἔφᾱβος, ὁ, ὁ εἰσελθὼν εἰς τὴν ἐφηβικὴν ἡλικίαν, ἀπὸ [[δέκα]] καὶ ὀκτὼ ἐτῶν [[μέχρι]] τοῦ εἰκοστοῦ, «καὶ εἰς μὲν τοὺς ἐφήβους εἰσῄεσαν [[ὀκτωκαίδεκα]] ἔτη γενόμενοι» [[Πολυδ]]. Η΄, 105, Ἁρποκρ. ἐν λ. ἐπιδιετές· (ὁ Ξεν. ἐν Κύρ. 1. 2, 8 θέτει τὴν ἡλικίαν ταύτην [[μετὰ]] τὸ 16ον ἢ 17ον [[ἔτος]] διὰ τοὺς Πέρσας: [[μέχρι]] μὲν δὴ ἕξ ἢ [[ἑπτακαίδεκα]] ἐτῶν ἀπὸ γενεᾶς οἱ παῖδες [[ταῦτα]] πράττουσιν, ἐκ δὲ τούτου εἰς τοὺς ἐφήβους ἐξέρχονται)· ἅμα εἰσελθὼν εἰς τὴν ἡλικίαν ταύτην ὁ [[Ἀθηναῖος]] [[νεανίας]] ὑφίστατο τὴν δοκιμασίαν καὶ ἐνεγράφετο ὡς [[πολίτης]] εἰς τὸ ληξιαρχικὸν [[γραμματεῖον]] τοῦ δήμου αὑτοῦ, Λυκοῦργ. 157. 18, Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτ. κεφ. 42., 76. 1· [[δοκιμασία]] ἐφήβων ὁ αὐτ. 60. 12 κἑξ., ἴδε Böckh de Eph. Att. (1819), Λεξικ. Ἀρχαιοτ. (κατὰ τὸν [[Πολυδ]]. καὶ Ἁρποκρ. ἡ ἐγγραφὴ ἐν ληξιαρχικῷ γραμματείῳ ἐγίνετο [[μετὰ]] δύο ἔτη, δηλ. εἰς τὸ 20ὸν [[ἔτος]]) πρβλ. [[περίπολος]]. 2) ἐπὶ παρθένου, Βασίλ., Ἡσύχ., Φώτ. ΙΙ. [[εἶδος]] ποτηρίου, Ἀθήν. 469Α. ΙΙΙ. [[βόλος]] τις τῶν κύβων, Ἀνθ. Π. 7. 427. | |lstext='''ἔφηβος''': Δωρ. ἔφᾱβος, ὁ, ὁ εἰσελθὼν εἰς τὴν ἐφηβικὴν ἡλικίαν, ἀπὸ [[δέκα]] καὶ ὀκτὼ ἐτῶν [[μέχρι]] τοῦ εἰκοστοῦ, «καὶ εἰς μὲν τοὺς ἐφήβους εἰσῄεσαν [[ὀκτωκαίδεκα]] ἔτη γενόμενοι» [[Πολυδ]]. Η΄, 105, Ἁρποκρ. ἐν λ. ἐπιδιετές· (ὁ Ξεν. ἐν Κύρ. 1. 2, 8 θέτει τὴν ἡλικίαν ταύτην [[μετὰ]] τὸ 16ον ἢ 17ον [[ἔτος]] διὰ τοὺς Πέρσας: [[μέχρι]] μὲν δὴ ἕξ ἢ [[ἑπτακαίδεκα]] ἐτῶν ἀπὸ γενεᾶς οἱ παῖδες [[ταῦτα]] πράττουσιν, ἐκ δὲ τούτου εἰς τοὺς ἐφήβους ἐξέρχονται)· ἅμα εἰσελθὼν εἰς τὴν ἡλικίαν ταύτην ὁ [[Ἀθηναῖος]] [[νεανίας]] ὑφίστατο τὴν δοκιμασίαν καὶ ἐνεγράφετο ὡς [[πολίτης]] εἰς τὸ ληξιαρχικὸν [[γραμματεῖον]] τοῦ δήμου αὑτοῦ, Λυκοῦργ. 157. 18, Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτ. κεφ. 42., 76. 1· [[δοκιμασία]] ἐφήβων ὁ αὐτ. 60. 12 κἑξ., ἴδε Böckh de Eph. Att. (1819), Λεξικ. Ἀρχαιοτ. (κατὰ τὸν [[Πολυδ]]. καὶ Ἁρποκρ. ἡ ἐγγραφὴ ἐν ληξιαρχικῷ γραμματείῳ ἐγίνετο [[μετὰ]] δύο ἔτη, δηλ. εἰς τὸ 20ὸν [[ἔτος]]) πρβλ. [[περίπολος]]. 2) ἐπὶ παρθένου, Βασίλ., Ἡσύχ., Φώτ. ΙΙ. [[εἶδος]] ποτηρίου, Ἀθήν. 469Α. ΙΙΙ. [[βόλος]] τις τῶν κύβων, Ἀνθ. Π. 7. 427. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />éphèbe, adolescent.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἥβη]]. | |||
}} | }} |