ἐρυσίβη: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_12)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐρῠσίβη''': ῑ, ἡ, «[[νόσος]] τις (ἐξ) ἀέρος ἐπιγιγνομένη τοῖς φυτοῖς καὶ καρποῖς» (Ἡσυχ.), Λατ. robigo, ἰδίως προσβάλλουσα τὸν σῖτον, Πλάτ. Πολ. 609Α, ἔτι [[μᾶλλον]] τὴν κριθήν, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 14, 14· αὐχμοὶ καὶ ἐρ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 22, 3· ἐν τῷ πληθ., Πλάτ. Συμπ. 188Β, κτλ. - [[Κατὰ]] τὸν Θεόφρ. (π. Φυτ. Αἰτ. 3. 22, 2) ἡ δ’ [[ἐρυσίβη]] [[σαπρότης]] τις. - [[Κατὰ]] τὸν Σουΐδ. «[[ἐρυσίβη]], θηρίδιόν τι ἐν τῷ σίτῳ γινόμενον, ὃ λυμαίνεται τὸν καρπόν. τινὲς νόσον ἐπιγινομένην τοῖς σπέρμασι. ἢ ἡ [[κονιορτώδης]] φθορὰ τοῦ σίτου». (Ἐκ τοῦ [[ἐρυθρός]], ὃ ἴδε· πρβλ. [[μίλτος]] ΙΙΙ. Περὶ τῆς ποσότητος ἴδε Ὀρφ. Λιθ. 594).
|lstext='''ἐρῠσίβη''': ῑ, ἡ, «[[νόσος]] τις (ἐξ) ἀέρος ἐπιγιγνομένη τοῖς φυτοῖς καὶ καρποῖς» (Ἡσυχ.), Λατ. robigo, ἰδίως προσβάλλουσα τὸν σῖτον, Πλάτ. Πολ. 609Α, ἔτι [[μᾶλλον]] τὴν κριθήν, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 14, 14· αὐχμοὶ καὶ ἐρ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 22, 3· ἐν τῷ πληθ., Πλάτ. Συμπ. 188Β, κτλ. - [[Κατὰ]] τὸν Θεόφρ. (π. Φυτ. Αἰτ. 3. 22, 2) ἡ δ’ [[ἐρυσίβη]] [[σαπρότης]] τις. - [[Κατὰ]] τὸν Σουΐδ. «[[ἐρυσίβη]], θηρίδιόν τι ἐν τῷ σίτῳ γινόμενον, ὃ λυμαίνεται τὸν καρπόν. τινὲς νόσον ἐπιγινομένην τοῖς σπέρμασι. ἢ ἡ [[κονιορτώδης]] φθορὰ τοῦ σίτου». (Ἐκ τοῦ [[ἐρυθρός]], ὃ ἴδε· πρβλ. [[μίλτος]] ΙΙΙ. Περὶ τῆς ποσότητος ἴδε Ὀρφ. Λιθ. 594).
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />nielle, rouille du blé.<br />'''Étymologie:''' [[ἐρεύθω]].
}}
}}