μωλωπίζω: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_3)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μωλωπίζω''': [[τραυματίζω]] ἰσχυρῶς, τινὰ Ἀκύλας ἐν Παλαιᾷ Διαθ.· - παθ., μεμωλωπισμένος φέρων σημεῖα κακώσεως καὶ πληγῶν, «πληγωμένος», Πλούτ. 2. 126C.
|lstext='''μωλωπίζω''': [[τραυματίζω]] ἰσχυρῶς, τινὰ Ἀκύλας ἐν Παλαιᾷ Διαθ.· - παθ., μεμωλωπισμένος φέρων σημεῖα κακώσεως καὶ πληγῶν, «πληγωμένος», Πλούτ. 2. 126C.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> ἐμωλώπισα, <i>part. pf. Pass.</i> μεμωλωπισμένος;<br />meurtrir.<br />'''Étymologie:''' [[μώλωψ]].
}}
}}