Anonymous

λιθοτράχηλος: Difference between revisions

From LSJ
23
(6_3)
(23)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λῐθοτράχηλος''': [ᾰ], -ον, ἔχων τράχηλον λίθινον, δηλ. δύσκαμπτον, Κύριλλ.
|lstext='''λῐθοτράχηλος''': [ᾰ], -ον, ἔχων τράχηλον λίθινον, δηλ. δύσκαμπτον, Κύριλλ.
}}
{{grml
|mltxt=[[λιθοτράχηλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει σκληρό και δύσκαμπτο τράχηλο<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[σκληροτράχηλος]].
}}
}}