σωμάτιον: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_3)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σωμάτιον''': [ᾰ], τὸ ὑποκορ. τοῦ [[σῶμα]], μικρὸν ἢ εὐτελὲς [[σῶμα]], «κορμάκι», Ἰσοκρ. 415D, Λυγκεὺς παρ’ Ἀθην. 584Β, Πλούτ., κλπ.· ἐπὶ ζῴου, Ἀθήν. 326C. 2) νεκρὸν [[σῶμα]], εἱλήσαντες στρωμνῇ τινι εὐτελεῖ τὸ [[σωμάτιον]] Ἡρῳδιαν. 2. 1. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, 1) μικρὸν [[σῶμα]], Ἀριστ. π. Ψυχ. 1. 4, 19, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 1, 23. 2) ἐν τῷ πληθ., παραγέμισμα ἐν χρήσει παρὰ τοῖς ὑποκριταῖς [[ὅπως]] τροποποιῶσι [[προσηκόντως]] τὴν σωματικὴν αὑτῶν παράστασιν, Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 68, πρβλ. Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 41, [[Πολυδ]]. Β΄, 235 Δ΄, 115. 3) [[βιβλίον]], [[σύγγραμμα]], [[τόμος]], Ἡρακλείδ. Ἀλληγορ. 1, Λογγῖν. 9. 13. ΙΙΙ. «[[σωματεῖον]]», ὁμὰς ἀνθρώπων συνδεδεμένων εἰς ἓν ἠθικὸν [[πρόσωπον]], Πανδέκτ. -Ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις [[συχνάκις]] φέρεται σωμάτειον, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2829 9., 2835. 5.
|lstext='''σωμάτιον''': [ᾰ], τὸ ὑποκορ. τοῦ [[σῶμα]], μικρὸν ἢ εὐτελὲς [[σῶμα]], «κορμάκι», Ἰσοκρ. 415D, Λυγκεὺς παρ’ Ἀθην. 584Β, Πλούτ., κλπ.· ἐπὶ ζῴου, Ἀθήν. 326C. 2) νεκρὸν [[σῶμα]], εἱλήσαντες στρωμνῇ τινι εὐτελεῖ τὸ [[σωμάτιον]] Ἡρῳδιαν. 2. 1. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, 1) μικρὸν [[σῶμα]], Ἀριστ. π. Ψυχ. 1. 4, 19, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 1, 23. 2) ἐν τῷ πληθ., παραγέμισμα ἐν χρήσει παρὰ τοῖς ὑποκριταῖς [[ὅπως]] τροποποιῶσι [[προσηκόντως]] τὴν σωματικὴν αὑτῶν παράστασιν, Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 68, πρβλ. Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 41, [[Πολυδ]]. Β΄, 235 Δ΄, 115. 3) [[βιβλίον]], [[σύγγραμμα]], [[τόμος]], Ἡρακλείδ. Ἀλληγορ. 1, Λογγῖν. 9. 13. ΙΙΙ. «[[σωματεῖον]]», ὁμὰς ἀνθρώπων συνδεδεμένων εἰς ἓν ἠθικὸν [[πρόσωπον]], Πανδέκτ. -Ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις [[συχνάκις]] φέρεται σωμάτειον, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2829 9., 2835. 5.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> petit corps, pauvre corps, corps misérable;<br /><b>2</b> garde-robe d’acteur.<br />'''Étymologie:''' [[σῶμα]].
}}
}}