παρθενοπίπης: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_3)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παρθενοπίπης''': [ῑ], -ου, ὁ, ([[ὀπιπτεύω]]) ὁ περιβλέπων τὰς παρθένους, παρθενοθήρας, ὁ ἀπατῶν παρθένους, Ἰλ. Λ. 385˙ πρβλ. γυναικ-, παιδ-, οἰνοπίπης.
|lstext='''παρθενοπίπης''': [ῑ], -ου, ὁ, ([[ὀπιπτεύω]]) ὁ περιβλέπων τὰς παρθένους, παρθενοθήρας, ὁ ἀπατῶν παρθένους, Ἰλ. Λ. 385˙ πρβλ. γυναικ-, παιδ-, οἰνοπίπης.
}}
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>voc.</i> α;<br /><i>adj. m.</i><br />qui épie les jeunes filles.<br />'''Étymologie:''' [[παρθένος]], [[ὀπιπεύω]].
}}
}}