οἰνάριον: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_3)
(Bailly1_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''οἰνάριον''': [ᾰ], τό, ὑποκορ. τοῦ [[οἶνος]], [[ἀδύνατος]] ἢ [[ἄθλιος]] [[οἶνος]], Δημ. 933. 24, Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 5, Δίφιλ. ἐν «Παρασίτῳ» 1. 8, Πολίοχος ἐν Ἀδήλ. 1. 7, κτλ. ΙΙ. [[ὀλίγος]] [[οἶνος]], Ἐπικτ. Ἐγχειρ. 12.
|lstext='''οἰνάριον''': [ᾰ], τό, ὑποκορ. τοῦ [[οἶνος]], [[ἀδύνατος]] ἢ [[ἄθλιος]] [[οἶνος]], Δημ. 933. 24, Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 5, Δίφιλ. ἐν «Παρασίτῳ» 1. 8, Πολίοχος ἐν Ἀδήλ. 1. 7, κτλ. ΙΙ. [[ὀλίγος]] [[οἶνος]], Ἐπικτ. Ἐγχειρ. 12.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> mauvais vin;<br /><b>2</b> petite quantité de vin.<br />'''Étymologie:''' dim. de [[οἶνος]].
}}
}}