συνεπικρίνω: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_3)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνεπικρίνω''': [ῑ], βοηθῶ εἰς τὸ κρίνειν ἢ ἐπικρίνειν τινά, [[ὁμοῦ]] ἐν ταὐτῷ [[κρίνω]], ξυνεπίκρινεν ἡμᾶς, τὰς θεωρίας ἢ τὰ φρονήματα ἡμῶν, Πλάτ. Νόμ. 792C. 2) βοηθῶ [[ὅπως]] ἀποφασισθῇ ὑπόθεσίς τις, συναποφασίζω, Πλούτ. 2. 53Β, Λογγῖν. 1. 2.
|lstext='''συνεπικρίνω''': [ῑ], βοηθῶ εἰς τὸ κρίνειν ἢ ἐπικρίνειν τινά, [[ὁμοῦ]] ἐν ταὐτῷ [[κρίνω]], ξυνεπίκρινεν ἡμᾶς, τὰς θεωρίας ἢ τὰ φρονήματα ἡμῶν, Πλάτ. Νόμ. 792C. 2) βοηθῶ [[ὅπως]] ἀποφασισθῇ ὑπόθεσίς τις, συναποφασίζω, Πλούτ. 2. 53Β, Λογγῖν. 1. 2.
}}
{{bailly
|btext=aider à décider une question.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐπικρίνω]].
}}
}}