συμφύλαξ: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_3)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συμφύλαξ''': [ῠ], -ακος, ὁ, ὁ συμφυλάσσων, ὁ [[ὁμοῦ]] φυλάττων ἢ φρουρῶν, Θουκ. 5. 80, Πλάτ. Πολ. 463Β, C· σ. τινὶ τῆς ἀρχῆς, τῆς εὐδαιμονίας, Ξεν. Κύρ. 8. 6, 11, κτλ.
|lstext='''συμφύλαξ''': [ῠ], -ακος, ὁ, ὁ συμφυλάσσων, ὁ [[ὁμοῦ]] φυλάττων ἢ φρουρῶν, Θουκ. 5. 80, Πλάτ. Πολ. 463Β, C· σ. τινὶ τῆς ἀρχῆς, τῆς εὐδαιμονίας, Ξεν. Κύρ. 8. 6, 11, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ακος (ὁ) :<br />compagnon de garde.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[φύλαξ]].
}}
}}