δοριτίνακτος: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_3)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''δορῐτίνακτος''': [τῐ], ον, τιναχθείς, .σεισθεὶς διὰ τῶν δοράτων, αἰθὴρ Αἰσχύλ. Θήβ. 155.
|lstext='''δορῐτίνακτος''': [τῐ], ον, τιναχθείς, .σεισθεὶς διὰ τῶν δοράτων, αἰθὴρ Αἰσχύλ. Θήβ. 155.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />ébranlé par les lances : δοριτίνακτα δ’ αἰθὴρ ἐπιμαίνεται ESCHL l’air y répond par le sifflement furieux des lances qui l’ébranlent.<br />'''Étymologie:''' [[δόρυ]], [[τινάσσω]].
}}
}}