δαιδάλεος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_4)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δαιδάλεος''': -α, -ον, [[ὡσαύτως]] ος, ον, Ἀνθ. Π. 9. 755 ([[δαιδάλλω]])· ὡς τό [[δαίδαλος]], τεχνικῶς εἰργασμένος, πεποικιλμένος, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπὶ μετάλλου ἢ ξύλου, [[ζωστήρ]], θώρηξ, [[σάκος]], [[θρόνος]], κτλ.· [[οὐδέποτε]] ἐπὶ κεντημάτων, οὐδὲ ἐν Ὀδ. Α. 131 ([[διότι]] [[ἐκεῖ]] ἀνήκει εἰς τὸ [[θρόνον]], οὐχὶ εἰς τὸ [[λῖτα]]), Βακχυλ. 5, 140 (Blass)· -ἀλλὰ κεῖται ἐπὶ τοιαύτης σημασίας παρ’ Ἡσ. Θ. 575, Εὐρ. Ἑκ. 470, Θεοπόμπ. Κωμ. Ὀδυσσ. 2. 2) ἐπὶ φυσικῶν ἀντικειμένων, [[ποικίλος]], [[κατάστικτος]], κτλ., ἐπὶ ἰχθύος, Ἄλεξ. Ἀπεγλ. 3· ἐπὶ ἐλάφου, Νόνν. ΙΙ. εὐφυής, ἐπιδέξιος, ἐπὶ τῆς χειρὸς ἢ τῆς ἐμπειρίας καὶ τέχνης τοῦ τεχνίτου, Ἀνθ. Π. 9. 755, 826. Πρβλ. [[δαίδαλος]].
|lstext='''δαιδάλεος''': -α, -ον, [[ὡσαύτως]] ος, ον, Ἀνθ. Π. 9. 755 ([[δαιδάλλω]])· ὡς τό [[δαίδαλος]], τεχνικῶς εἰργασμένος, πεποικιλμένος, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπὶ μετάλλου ἢ ξύλου, [[ζωστήρ]], θώρηξ, [[σάκος]], [[θρόνος]], κτλ.· [[οὐδέποτε]] ἐπὶ κεντημάτων, οὐδὲ ἐν Ὀδ. Α. 131 ([[διότι]] [[ἐκεῖ]] ἀνήκει εἰς τὸ [[θρόνον]], οὐχὶ εἰς τὸ [[λῖτα]]), Βακχυλ. 5, 140 (Blass)· -ἀλλὰ κεῖται ἐπὶ τοιαύτης σημασίας παρ’ Ἡσ. Θ. 575, Εὐρ. Ἑκ. 470, Θεοπόμπ. Κωμ. Ὀδυσσ. 2. 2) ἐπὶ φυσικῶν ἀντικειμένων, [[ποικίλος]], [[κατάστικτος]], κτλ., ἐπὶ ἰχθύος, Ἄλεξ. Ἀπεγλ. 3· ἐπὶ ἐλάφου, Νόνν. ΙΙ. εὐφυής, ἐπιδέξιος, ἐπὶ τῆς χειρὸς ἢ τῆς ἐμπειρίας καὶ τέχνης τοῦ τεχνίτου, Ἀνθ. Π. 9. 755, 826. Πρβλ. [[δαίδαλος]].
}}
{{bailly
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br />artistement travaillé.<br />'''Étymologie:''' [[δαίδαλος]].
}}
}}