βαιός: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_4)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βαιός''': -ά, -όν, [[μικρός]], [[ὀλίγος]], Πίνδ. Π. 9. 134· β. [[νῆσος]] Αἰσχ. Πέρσ. 448· [[μέρος]] β. ἔχειν ὁ αὐτ. Ἀγ. 1574· [[μικρός]], καὶ ἐπὶ ἀριθμ. [[ὀλίγος]], [[μόνος]], σῦκα βαιὰ Ἀναν. Ἀποσπ. 3 Bgk.· βαιὰ γ’ ὡς ἀπὸ πολλῶν Αἰσχύλ. Πέρσ. 1023· βαιὰ [[κύλιξ]], Σοφ. Ἀποσπ. 49· ῥάκη β., ὀλίγα, ἀσήμαντα, ὁ αὐτ. Φ. 274· εἰπὲ [[πρός]] με βαιά, ὀλίγους λόγους, ὁ αὐτ. Αἴ. 292, πρβλ. Ἀποσπ. 255. 2 ([[ἀλλά]], βαιὰν ... λόγων φάμαν, χαμηλῇ τῇ φωνῇ λαλουμένην, ὁ αὐτ. Φ. 845)· ἐχώρει [[βαιός]], μὲ ὀλίγην συνοδίαν, δηλ. [[μόνος]], ὁ αὐτ. Ο. Τ. 750· ἐπὶ καταστάσεως, [[χαμηλός]], [[χαμερπής]], πρόστυχος, [[ταπεινός]], βαιοί, ἀντίθ. τῷ οἱ μεγάλοι, ὁ αὐτ. Αἴ. 160· ἐκ ... βαιῶν [[γνωτός]] ἂν γένοιτ’, ἐκ ποταπῆς καταστάσεως, ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 255· οὐχὶ βαιὰ τἀνθυμήματα ὁ αὐτ. Ο. Κ. 1199· βαιᾷ τῇδ’ ὑπὸ στέγῃ ὁ αὐτ. Φ. 286· ἐπὶ χρόνου, [[βραχύς]], Σόλων 17, Σοφ. Τρ. 44· ἀπὸ βαιῆς [ἐνν. ἡλικίας], ἐκ νηπιότητος, Ἀνθ. Π. παράρτ. 210· ― οὐδ. βαιόν, ὡς ἐπίρρ., ὀλίγον, Σοφ. Αἴ. 90, Φ. 20· ἐπὶ χρόνου, ὁ αὐτ. Ο. Κ. 1653, Τρ. 335· οὕτω πληθ., βαιά· Ἀριστοφ. Ἀχ. 2· κατὰ βαιόν, ὀλίγον κατ’ ὀλίγον, Διον. Π. 622· συγκρ., βαιότερος Ὀππ. Κυν. 3. 86. ― Ποιητ. [[λέξις]] ἐν χρήσει παρ’ Ἱππ. ἐπὶ τῆς ἐννοίας τοῦ [[ὀλίγος]]. ― Πρβλ. τὸν Ἰων. τύπον [[ἠβαιός]].
|lstext='''βαιός''': -ά, -όν, [[μικρός]], [[ὀλίγος]], Πίνδ. Π. 9. 134· β. [[νῆσος]] Αἰσχ. Πέρσ. 448· [[μέρος]] β. ἔχειν ὁ αὐτ. Ἀγ. 1574· [[μικρός]], καὶ ἐπὶ ἀριθμ. [[ὀλίγος]], [[μόνος]], σῦκα βαιὰ Ἀναν. Ἀποσπ. 3 Bgk.· βαιὰ γ’ ὡς ἀπὸ πολλῶν Αἰσχύλ. Πέρσ. 1023· βαιὰ [[κύλιξ]], Σοφ. Ἀποσπ. 49· ῥάκη β., ὀλίγα, ἀσήμαντα, ὁ αὐτ. Φ. 274· εἰπὲ [[πρός]] με βαιά, ὀλίγους λόγους, ὁ αὐτ. Αἴ. 292, πρβλ. Ἀποσπ. 255. 2 ([[ἀλλά]], βαιὰν ... λόγων φάμαν, χαμηλῇ τῇ φωνῇ λαλουμένην, ὁ αὐτ. Φ. 845)· ἐχώρει [[βαιός]], μὲ ὀλίγην συνοδίαν, δηλ. [[μόνος]], ὁ αὐτ. Ο. Τ. 750· ἐπὶ καταστάσεως, [[χαμηλός]], [[χαμερπής]], πρόστυχος, [[ταπεινός]], βαιοί, ἀντίθ. τῷ οἱ μεγάλοι, ὁ αὐτ. Αἴ. 160· ἐκ ... βαιῶν [[γνωτός]] ἂν γένοιτ’, ἐκ ποταπῆς καταστάσεως, ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 255· οὐχὶ βαιὰ τἀνθυμήματα ὁ αὐτ. Ο. Κ. 1199· βαιᾷ τῇδ’ ὑπὸ στέγῃ ὁ αὐτ. Φ. 286· ἐπὶ χρόνου, [[βραχύς]], Σόλων 17, Σοφ. Τρ. 44· ἀπὸ βαιῆς [ἐνν. ἡλικίας], ἐκ νηπιότητος, Ἀνθ. Π. παράρτ. 210· ― οὐδ. βαιόν, ὡς ἐπίρρ., ὀλίγον, Σοφ. Αἴ. 90, Φ. 20· ἐπὶ χρόνου, ὁ αὐτ. Ο. Κ. 1653, Τρ. 335· οὕτω πληθ., βαιά· Ἀριστοφ. Ἀχ. 2· κατὰ βαιόν, ὀλίγον κατ’ ὀλίγον, Διον. Π. 622· συγκρ., βαιότερος Ὀππ. Κυν. 3. 86. ― Ποιητ. [[λέξις]] ἐν χρήσει παρ’ Ἱππ. ἐπὶ τῆς ἐννοίας τοῦ [[ὀλίγος]]. ― Πρβλ. τὸν Ἰων. τύπον [[ἠβαιός]].
}}
{{bailly
|btext=ά, όν :<br /><b>I. 1</b> petit ; <i>adv.</i> • βαιόν, un peu;<br /><b>2</b> faible : βαιὰ [[φάμα]] <i>dor.</i> SOPH voix faible, voix basse;<br /><b>3</b> humble, modeste : βαιὰ [[στέγη]] SOPH humble toit ; [[οἱ]] βαιοί SOPH les petits;<br /><b>II.</b> <i>avec idée de temps</i> de peu de durée, court;<br /><b>III.</b> <i>avec idée de nombre</i> peu nombreux : εἰπὲ βαιά SOPH dis quelques mots ; rare ; isolé, unique ; ἐχώρει [[βαιός]] SOPH il allait en modeste équipage, <i>càd</i> sans escorte, seul.<br />'''Étymologie:''' DELG ?
}}
}}