3,277,700
edits
(6_4) |
(41) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρᾰχηλιαῖος''': -α, -ον, ὁ ἀνήκων εἰς τὸν τράχηλον, ὁ τοῦ τραχήλου, τὸ [[μέρος]] τοῦ τραχήλου, «[[κόλλοψ]] τὸ τραχηλιαῖον τοῦ ταύρου σὺν τῇ ὑπὸ τὴν φορίνην, [[ἤγουν]] ὑπὸ τὸ δέρμα πιμελῇ» Εὐστ. 1915. 13· τὸ τραχηλιαῖον τοῦ βοὸς Ἡσύχ. ἐν λ. κόλλαπες· πιθ. διορθωτέον [[οὕτως]] ἀντὶ [[τραχηλιμαῖος]] παρὰ Στράβ. 127, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 558. | |lstext='''τρᾰχηλιαῖος''': -α, -ον, ὁ ἀνήκων εἰς τὸν τράχηλον, ὁ τοῦ τραχήλου, τὸ [[μέρος]] τοῦ τραχήλου, «[[κόλλοψ]] τὸ τραχηλιαῖον τοῦ ταύρου σὺν τῇ ὑπὸ τὴν φορίνην, [[ἤγουν]] ὑπὸ τὸ δέρμα πιμελῇ» Εὐστ. 1915. 13· τὸ τραχηλιαῖον τοῦ βοὸς Ἡσύχ. ἐν λ. κόλλαπες· πιθ. διορθωτέον [[οὕτως]] ἀντὶ [[τραχηλιμαῖος]] παρὰ Στράβ. 127, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 558. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-α, -ο / [[τραχηλιαῖος]], -αία, -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τράχηλο ή αυτός που βρίσκεται [[γύρω]] από τον τράχηλο, [[τραχηλικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ τραχηλιαῖον</i><br />το [[μέρος]] [[γύρω]] από τον τράχηλο («τὸ τραχηλιαῖον τοῡ βοός», <b>Ησύχ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τράχηλος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιαῖος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>νεφρ</i>-<i>ιαίος</i>)]. | |||
}} | }} |