3,268,396
edits
(6_5) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνακόπτω''': ἀπωθῶ, θυρέων δ’ ἀνέκοπτεν ὀχῆας, «ἀνέκρουεν, ἀνώθει» (Σχόλ.), Ὀδ. Φ. 47. 2) [[ἀποκρούω]] ἐπιτιθέμενον ἐχθρόν, Θουκ. 4. 12. πρβλ. Πλουτ. Καίσαρα 38. 3) ἀν. ναῦν, μεταβάλλειν τὸν δρόμον πλοίου, Κασαυβ. Θεοφρ. Χαρ. 25. ΙΙ. [[ἀποκόπτω]], [[ἀποτέμνω]], [[ἐκβάλλω]], τὴν [[κεφαλή]], τοὺς ὀφθαλμούς, Διόδ. 14. 115· τὰς ὄψεις ἀνακοπείς, τυφλωθείς, Φιλόστρ. 664. ΙΙΙ. [[διακόπτω]], «σταματῶ», ἀοιδὴν Κόλουθ. 123: - Παθ. διακόπτομαι, ἐμποδίζομαι, τινός, ἀπό τινος πράγματος, Λουκ. Ἀλέξ. 57· διακόπτομαι ἐν τῷ λόγῳ, ὁ αὐτ. Νιγρ. 35. | |lstext='''ἀνακόπτω''': ἀπωθῶ, θυρέων δ’ ἀνέκοπτεν ὀχῆας, «ἀνέκρουεν, ἀνώθει» (Σχόλ.), Ὀδ. Φ. 47. 2) [[ἀποκρούω]] ἐπιτιθέμενον ἐχθρόν, Θουκ. 4. 12. πρβλ. Πλουτ. Καίσαρα 38. 3) ἀν. ναῦν, μεταβάλλειν τὸν δρόμον πλοίου, Κασαυβ. Θεοφρ. Χαρ. 25. ΙΙ. [[ἀποκόπτω]], [[ἀποτέμνω]], [[ἐκβάλλω]], τὴν [[κεφαλή]], τοὺς ὀφθαλμούς, Διόδ. 14. 115· τὰς ὄψεις ἀνακοπείς, τυφλωθείς, Φιλόστρ. 664. ΙΙΙ. [[διακόπτω]], «σταματῶ», ἀοιδὴν Κόλουθ. 123: - Παθ. διακόπτομαι, ἐμποδίζομαι, τινός, ἀπό τινος πράγματος, Λουκ. Ἀλέξ. 57· διακόπτομαι ἐν τῷ λόγῳ, ὁ αὐτ. Νιγρ. 35. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> soulever en heurtant : θυρέων ὀχῆας OD soulever les leviers de la porte;<br /><b>2</b> repousser : τινά refouler un assaillant ; <i>Pass.</i> ἀνακόπτεσθαί τινος LUC être arrêté soudainement dans une entreprise ; <i>abs.</i> rester court en parlant.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[κόπτω]]. | |||
}} | }} |