3,274,919
edits
(6_5) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γηθέω''': γηθεῖ ἐνὶ (συνηρ.) Ἰλ Ξ. 140 (ἕτεροι: γηθέει ἐν...), Δωρ. γᾱθεῖ, Θεόκρ. 1. 54 (ἀλλ’ ὁ πρκμ. κεῖται ἀείποτε ἀντὶ τοῦ ἐνεστ. παρ’ Ἀττ., ἐκτὸς ἂν διατηρήσωμεν τὴν γραφὴν γηθούση φρενὶ ἐν Αἰσχύλ. Χο 772, καὶ παρατ. ἐπεγήθει (ἴδε κατωτ.) ὁ αὐτ. Πρ. 157)· παρατ. ἐγήθεον Ἰλ. Η. 127, 214· μέλλ. γηθήσω Ἰλ., Ἡσ. · ἀόρ. ἐγήθησα, Ἐπ. γήθησα, Ὅμ., Ἡσ.· πρκμ. γέγηθα, Δωρ. γέγᾱθα (μὲ σημασ. ἐνεστ. ἴδε ἀνωτ.), Ὅμ., Ἀττ.· ὑπερσυντ. ἐγεγήθειν ἐκ διορθώσεως τοῦ Ἐλμσλ. ἐν Αἰσχύλ. Πρ. 157, Ἐπ. γεγήθειν Ἰλ. Λ. 682, Ν. 494, Δωρ. γεγάθειν, Ἐπίχ. 75, Ahr. Ἰσοδύναμος δέ τις [[τύπος]] [[γήθω]], Δωρ. γάθω, ἀναφερόμενος ὑπὸ τῶν γραμμ., εὕρηται παρ’ Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ., Συλλ. Ἐπιγρ. 3632· ἀλλὰ μέσ. γήθομαι παρὰ Κ. Σμ. 14. 92, Ἀνθ. Π. 6. 261, κτλ. (ἴδε ἐν λ. [[γαίω]]). Χαίρω, ἀγάλλομαι, Ὅμ.· μ. αἰτ. πράγμ., τίς ἂν τάδε γηθήσειεν Ἰλ. Ι. 77· γ. κατὰ θυμὸν Ν. 416· γηθήσει προφανείσα (δυϊκ.), θὰ χαρῇ ἅμα ἐμφανισθῶμεν, Θ. 378·― [[συχνάκις]] [[μετὰ]] μετοχ., [[χαίρω]] πράττων τι, γέγηθας ζῶν Σοφ. Φ. 1021· πίνων Εὐρ. Κύκλ. 168·― γέγηθε φρένα Ἰλ. Λ. 683, κτλ.· θυμῷ γηθήσας Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 116· ἂν περὶ ψυχὰ γάθησεν Πίνδ. II. 4. 218· ― [[ὡσαύτως]], παλαιαῖσιν ἐν ἀρεταῖς γ. ὁ αὐτ. Ν. 3. 56· καὶ παρ’ Ἀττ., γεγηθέναι ἐπί τινι Σοφ. Ἠλ. 1231, Δημ. 332. 8·― κατὰ μετοχ., γεγηθώς, ὡς τὸ χαίρων, Λατ. impune, ἦ καί γεγ. λέξειν δοκεῖς; Σοφ. Ο. Τ. 368. | |lstext='''γηθέω''': γηθεῖ ἐνὶ (συνηρ.) Ἰλ Ξ. 140 (ἕτεροι: γηθέει ἐν...), Δωρ. γᾱθεῖ, Θεόκρ. 1. 54 (ἀλλ’ ὁ πρκμ. κεῖται ἀείποτε ἀντὶ τοῦ ἐνεστ. παρ’ Ἀττ., ἐκτὸς ἂν διατηρήσωμεν τὴν γραφὴν γηθούση φρενὶ ἐν Αἰσχύλ. Χο 772, καὶ παρατ. ἐπεγήθει (ἴδε κατωτ.) ὁ αὐτ. Πρ. 157)· παρατ. ἐγήθεον Ἰλ. Η. 127, 214· μέλλ. γηθήσω Ἰλ., Ἡσ. · ἀόρ. ἐγήθησα, Ἐπ. γήθησα, Ὅμ., Ἡσ.· πρκμ. γέγηθα, Δωρ. γέγᾱθα (μὲ σημασ. ἐνεστ. ἴδε ἀνωτ.), Ὅμ., Ἀττ.· ὑπερσυντ. ἐγεγήθειν ἐκ διορθώσεως τοῦ Ἐλμσλ. ἐν Αἰσχύλ. Πρ. 157, Ἐπ. γεγήθειν Ἰλ. Λ. 682, Ν. 494, Δωρ. γεγάθειν, Ἐπίχ. 75, Ahr. Ἰσοδύναμος δέ τις [[τύπος]] [[γήθω]], Δωρ. γάθω, ἀναφερόμενος ὑπὸ τῶν γραμμ., εὕρηται παρ’ Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ., Συλλ. Ἐπιγρ. 3632· ἀλλὰ μέσ. γήθομαι παρὰ Κ. Σμ. 14. 92, Ἀνθ. Π. 6. 261, κτλ. (ἴδε ἐν λ. [[γαίω]]). Χαίρω, ἀγάλλομαι, Ὅμ.· μ. αἰτ. πράγμ., τίς ἂν τάδε γηθήσειεν Ἰλ. Ι. 77· γ. κατὰ θυμὸν Ν. 416· γηθήσει προφανείσα (δυϊκ.), θὰ χαρῇ ἅμα ἐμφανισθῶμεν, Θ. 378·― [[συχνάκις]] [[μετὰ]] μετοχ., [[χαίρω]] πράττων τι, γέγηθας ζῶν Σοφ. Φ. 1021· πίνων Εὐρ. Κύκλ. 168·― γέγηθε φρένα Ἰλ. Λ. 683, κτλ.· θυμῷ γηθήσας Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 116· ἂν περὶ ψυχὰ γάθησεν Πίνδ. II. 4. 218· ― [[ὡσαύτως]], παλαιαῖσιν ἐν ἀρεταῖς γ. ὁ αὐτ. Ν. 3. 56· καὶ παρ’ Ἀττ., γεγηθέναι ἐπί τινι Σοφ. Ἠλ. 1231, Δημ. 332. 8·― κατὰ μετοχ., γεγηθώς, ὡς τὸ χαίρων, Λατ. impune, ἦ καί γεγ. λέξειν δοκεῖς; Σοφ. Ο. Τ. 368. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> γηθήσω, <i>ao.</i> ἐγήθησα, <i>pf.</i> [[γέγηθα]];<br />se réjouir ; <i>part.</i> γεγηθώς, <i>au sens de</i> χαίρων, ayant sujet de se réjouir, <i>càd</i> sans avoir rien à craindre, impunément.<br />'''Étymologie:''' pour *γαϜθέω, de la R. ΓαϜ, Γαυ, se réjouir. | |||
}} | }} |