ἀμήχανος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_6)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμήχᾰνος''': Δωρ. ἀμάχανος, ον, ὁ μὴ ἔχων μέσα ἢ πόρους, ὁ εὑρισκόμενος ἐν ἀπορίᾳ, ὁ μὴ γινώσκων τί νὰ πράξῃ, στερούμενος ἀρωγῆς, [[ἀνίσχυρος]], ἀμήχανός τινος, ἐν ἀπορίᾳ, [[περί]] τινος, Ὀδ. Τ. 363· πόριμον αὑτῷ, τῇ πόλει δ’ ἀμήχ. Ἀριστοφ. Βάτρ. 1429· ἀμ. καὶ ἄτεχνος Πλάτ. Πολιτ. 274C: ἐπὶ ζῴων, ἀντίθ. τῷ [[εὐμήχανος]], Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 9. 11, 1: [[ἐντεῦθεν]], 2) ([[ἔνθα]] ὁ [[ἀμήχανος]] [[εἶναι]] ὁ [[αἴτιος]] τῆς [[ἑαυτοῦ]] καταστάσεως) [[ἀνίκανος]], [[ἀνεπιτήδειος]], ἀφραδέες καὶ ἀμ. Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 192· τὸν ἀμ. ὀρθοῦν Αἰσχ. Θήβ. 227· ἀμ. γυνὴ Εὐρ. Ἱππ. 643: ἀμ. εἴς τι, [[ἀνεπιτήδειος]] εἴς τι, ὁ αὐτ. Μήδ. 408: ― Ἐπίρρ. ἀμηχάνως ἔχειν = ἀμηχανεῖν, Αἰσχ. Χο. 405, Εὐρ., κτλ. 3) μετ’ ἀπαρ., ἀγνοῶ πῶς καὶ τί νὰ πράξω, ἀδυνατῶ νὰ πράξω τι, τὸ δὲ βίᾳ πολιτῶν δρᾶν ἔφυν [[ἀμήχανος]] Σοφ. Ἀντ. 79· ἀμ. ὅ,τι χρὴ λέγειν Δημ. 1392. 16, κτλ. 4) ἀμ. συμφορὰ = [[ἀμηχανία]], Σιμων. παρὰ Πλάτ. Πρωτ. 344C. ΙΙ. συχνότερον [[μετὰ]] παθ. σημασ. = πρὸς ὃν δὲν ἰσχύουσι μέσα. 1) = ἀπραγματοποίητος, [[ἀδύνατος]], [[δύσκολος]], μετ’ ἀπαρ., ἀμήχανός ἐσσι... πιθέσθαι Ἰλ. Ν. 726, πρβλ. Ξ. 262. β) ἐπὶ πραγμάτων, τοῦτο δ’ ἀμ. εὑρεῖν Πινδ. Ο. 7. 45· ἡ δὲ εἰσβολὴ ἦν ὁδὸς [[ἁμαξιτός]]... [[ἀμήχανος]] εἰσελθεῖν στρατεύματι = ἣν ἀμήχανον ἦν εἰσελθεῖν, Ξεν. Ἀν. 1. 2, 21· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] ἀμήχανόν ἐστι, μετ’ ἀπαρ., [[εἶναι]] δύσκολον, ἀδύνατον, ἀμ. ἐστι γενέσθαι, Ἐμπεδ. 102, πρβλ. Ἡρόδ. 1. 48, 204, Σοφ. Ἀντ. 175, κτλ.: ― ἀπολ., ἀμήχανα, ἀκατόρθωτα, ἀδύνατα, ἀμηχάνων ἐρᾶν [[αὐτόθι]] 90, πρβλ. 92· δεινὸς γὰρ εὑρεῖν κἀξ ἀμηχάνων πόρον Αἰσχύλ. Πρ. 59· κἀκ τῶν ἀμ. πόρους εὐμηχάνους πορίζων, Ἀριστοφ. Ἱππ. 759. 2) καθ’ οὗ οὐδὲν δύναται νὰ πραχθῇ, [[ἀκαταγώνιστος]], παρ’ Ὁμ. αὕτη [[εἶναι]] ἡ κοινὴ [[χρῆσις]] ἀναφερομένη εἰς τὸν Δία, τὴν Ἥραν καὶ τὸν Ἀχιλλέα: ἀμήχανός ἐσσι, ἀμ. ἔπλευ Ἰλ. Κ. 167, Π. 29. β) ἐπὶ πραγμάτων, ἀμήχανα ἔργα, «πρὸς ἃ οὐκ ἄν τις σχοίη μηχανὴν εὑρεῖν, ἐξ οὗ δεινὰ καὶ χαλεπὰ» (Σχόλ.), Ἰλ. Θ. 130· [[οὕτως]], ἀμ. [[δόλος]] Ἡσ. Θ. 589· κήδεα Ἀρχίλ. 60· κακόν, δύη, [[ἄλγος]], ξυμφορά, [[νόσος]], Τραγ. γ) [[ὡσαύτως]] ἰδίως ἐπὶ ὀνείρων, [[ἀνεξήγητος]], [[ἀνερμήνευτος]], Ὀδ. Τ. 560. 3) παρ’ Ἀττ. [[ὡσαύτως]] = [[ἔκτακτος]], [[ἀκατάληπτος]], [[ἄπειρος]], [[ἄμετρος]], μεγέθη Πλάτ. Φαίδων 111D· ἡδοναὶ ὁ αὐτ. Φίλ. 46Ε· ἀμήχανον εὐδαιμονίας, ὑπερτάτη [[εὐδαιμονία]], ὁ αὐτ. Ἀπολ. 41C: ― [[συχνάκις]] μετ’ αἰτ., [[ἀμήχανος]] τὸ [[μέγεθος]], τὸ [[κάλλος]], τὸ [[πλῆθος]] κτλ., ὅ ἐ. [[ἀκατανόητος]] ὡς πρὸς τὸ [[μέγεθος]] κτλ. Πλάτ. Πολ. 584Β, 615Α, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 38· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] καὶ [[μετὰ]] δοτ., ἀμ. πλήθει τε καὶ ἀτοπίᾳ Πλάτ. Φαῖδρ. 229D. β) ἐπὶ τοιαύτης σημασίας ὁ [[Πλάτων]] ἀγαπᾷ καὶ νὰ συνδέῃ τὰς λέξεις διὰ τῶν ἀναφορ. οἷος, [[ὅσος]] καὶ τὸ [[ἐπίρρημα]] διὰ τοῦ ὡς, [[οἷον]]: ἀμήχανον ὅσον χρόνον, ἀκατανόητον [[μῆκος]] χρόνου, Φαίδων 95C· ἀμηχάνῳ ὅσῳ πλέονι, δι’ οὗ ἀδύνατον νὰ εἴπῃ τις κατὰ πόσον περισσότερον…, Πολ. 588Α· ἀμήχανόν τι [[οἷον]], [[ὅλως]] ἀπερίγραπτον, Χαρμίδ. 155D: οὕτω καὶ ὡς ἐπίρρ., ἀμηχάνως ὡς εὖ Πολ. 527Ε· ἀμ. γε ὡς [[σφόδρα]] Φαῖδρ. 263D.
|lstext='''ἀμήχᾰνος''': Δωρ. ἀμάχανος, ον, ὁ μὴ ἔχων μέσα ἢ πόρους, ὁ εὑρισκόμενος ἐν ἀπορίᾳ, ὁ μὴ γινώσκων τί νὰ πράξῃ, στερούμενος ἀρωγῆς, [[ἀνίσχυρος]], ἀμήχανός τινος, ἐν ἀπορίᾳ, [[περί]] τινος, Ὀδ. Τ. 363· πόριμον αὑτῷ, τῇ πόλει δ’ ἀμήχ. Ἀριστοφ. Βάτρ. 1429· ἀμ. καὶ ἄτεχνος Πλάτ. Πολιτ. 274C: ἐπὶ ζῴων, ἀντίθ. τῷ [[εὐμήχανος]], Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 9. 11, 1: [[ἐντεῦθεν]], 2) ([[ἔνθα]] ὁ [[ἀμήχανος]] [[εἶναι]] ὁ [[αἴτιος]] τῆς [[ἑαυτοῦ]] καταστάσεως) [[ἀνίκανος]], [[ἀνεπιτήδειος]], ἀφραδέες καὶ ἀμ. Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 192· τὸν ἀμ. ὀρθοῦν Αἰσχ. Θήβ. 227· ἀμ. γυνὴ Εὐρ. Ἱππ. 643: ἀμ. εἴς τι, [[ἀνεπιτήδειος]] εἴς τι, ὁ αὐτ. Μήδ. 408: ― Ἐπίρρ. ἀμηχάνως ἔχειν = ἀμηχανεῖν, Αἰσχ. Χο. 405, Εὐρ., κτλ. 3) μετ’ ἀπαρ., ἀγνοῶ πῶς καὶ τί νὰ πράξω, ἀδυνατῶ νὰ πράξω τι, τὸ δὲ βίᾳ πολιτῶν δρᾶν ἔφυν [[ἀμήχανος]] Σοφ. Ἀντ. 79· ἀμ. ὅ,τι χρὴ λέγειν Δημ. 1392. 16, κτλ. 4) ἀμ. συμφορὰ = [[ἀμηχανία]], Σιμων. παρὰ Πλάτ. Πρωτ. 344C. ΙΙ. συχνότερον [[μετὰ]] παθ. σημασ. = πρὸς ὃν δὲν ἰσχύουσι μέσα. 1) = ἀπραγματοποίητος, [[ἀδύνατος]], [[δύσκολος]], μετ’ ἀπαρ., ἀμήχανός ἐσσι... πιθέσθαι Ἰλ. Ν. 726, πρβλ. Ξ. 262. β) ἐπὶ πραγμάτων, τοῦτο δ’ ἀμ. εὑρεῖν Πινδ. Ο. 7. 45· ἡ δὲ εἰσβολὴ ἦν ὁδὸς [[ἁμαξιτός]]... [[ἀμήχανος]] εἰσελθεῖν στρατεύματι = ἣν ἀμήχανον ἦν εἰσελθεῖν, Ξεν. Ἀν. 1. 2, 21· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] ἀμήχανόν ἐστι, μετ’ ἀπαρ., [[εἶναι]] δύσκολον, ἀδύνατον, ἀμ. ἐστι γενέσθαι, Ἐμπεδ. 102, πρβλ. Ἡρόδ. 1. 48, 204, Σοφ. Ἀντ. 175, κτλ.: ― ἀπολ., ἀμήχανα, ἀκατόρθωτα, ἀδύνατα, ἀμηχάνων ἐρᾶν [[αὐτόθι]] 90, πρβλ. 92· δεινὸς γὰρ εὑρεῖν κἀξ ἀμηχάνων πόρον Αἰσχύλ. Πρ. 59· κἀκ τῶν ἀμ. πόρους εὐμηχάνους πορίζων, Ἀριστοφ. Ἱππ. 759. 2) καθ’ οὗ οὐδὲν δύναται νὰ πραχθῇ, [[ἀκαταγώνιστος]], παρ’ Ὁμ. αὕτη [[εἶναι]] ἡ κοινὴ [[χρῆσις]] ἀναφερομένη εἰς τὸν Δία, τὴν Ἥραν καὶ τὸν Ἀχιλλέα: ἀμήχανός ἐσσι, ἀμ. ἔπλευ Ἰλ. Κ. 167, Π. 29. β) ἐπὶ πραγμάτων, ἀμήχανα ἔργα, «πρὸς ἃ οὐκ ἄν τις σχοίη μηχανὴν εὑρεῖν, ἐξ οὗ δεινὰ καὶ χαλεπὰ» (Σχόλ.), Ἰλ. Θ. 130· [[οὕτως]], ἀμ. [[δόλος]] Ἡσ. Θ. 589· κήδεα Ἀρχίλ. 60· κακόν, δύη, [[ἄλγος]], ξυμφορά, [[νόσος]], Τραγ. γ) [[ὡσαύτως]] ἰδίως ἐπὶ ὀνείρων, [[ἀνεξήγητος]], [[ἀνερμήνευτος]], Ὀδ. Τ. 560. 3) παρ’ Ἀττ. [[ὡσαύτως]] = [[ἔκτακτος]], [[ἀκατάληπτος]], [[ἄπειρος]], [[ἄμετρος]], μεγέθη Πλάτ. Φαίδων 111D· ἡδοναὶ ὁ αὐτ. Φίλ. 46Ε· ἀμήχανον εὐδαιμονίας, ὑπερτάτη [[εὐδαιμονία]], ὁ αὐτ. Ἀπολ. 41C: ― [[συχνάκις]] μετ’ αἰτ., [[ἀμήχανος]] τὸ [[μέγεθος]], τὸ [[κάλλος]], τὸ [[πλῆθος]] κτλ., ὅ ἐ. [[ἀκατανόητος]] ὡς πρὸς τὸ [[μέγεθος]] κτλ. Πλάτ. Πολ. 584Β, 615Α, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 38· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] καὶ [[μετὰ]] δοτ., ἀμ. πλήθει τε καὶ ἀτοπίᾳ Πλάτ. Φαῖδρ. 229D. β) ἐπὶ τοιαύτης σημασίας ὁ [[Πλάτων]] ἀγαπᾷ καὶ νὰ συνδέῃ τὰς λέξεις διὰ τῶν ἀναφορ. οἷος, [[ὅσος]] καὶ τὸ [[ἐπίρρημα]] διὰ τοῦ ὡς, [[οἷον]]: ἀμήχανον ὅσον χρόνον, ἀκατανόητον [[μῆκος]] χρόνου, Φαίδων 95C· ἀμηχάνῳ ὅσῳ πλέονι, δι’ οὗ ἀδύνατον νὰ εἴπῃ τις κατὰ πόσον περισσότερον…, Πολ. 588Α· ἀμήχανόν τι [[οἷον]], [[ὅλως]] ἀπερίγραπτον, Χαρμίδ. 155D: οὕτω καὶ ὡς ἐπίρρ., ἀμηχάνως ὡς εὖ Πολ. 527Ε· ἀμ. γε ὡς [[σφόδρα]] Φαῖδρ. 263D.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>I.</b> sans moyens (d’action, de vivre, <i>etc.</i>);<br /><b>1</b> qui est dans l’embarras : [[σέο]] [[ἀμήχανος]] OD (je suis) impuissante en ce qui te regarde, <i>càd</i> pour l’aide dont tu auras besoin;<br /><b>2</b> qui ne sait pas se tirer d’une difficulté, inhabile;<br /><b>II.</b> dont on ne peut venir à bout, <i>d’où</i><br /><b>1</b> impraticable, impossible : παραρρητοῖσι ἀμήχανός ἐσσι πίθεσθαι IL il n’y a pas moyen de te faire obéir aux avertissements ; ὁδὸς [[ἀμ]]. εἰσελθεῖν XÉN route où il est impossible de s’engager ; τὰ ἀμήχανα l’impossible ; ἀμήχανόν ἐστι avec l’inf., il est impossible de;<br /><b>2</b> contre qui <i>ou</i> contre quoi l’on ne peut rien, qui est sans ressource, sans remède, irrémédiable ; <i>en parl. de pers.</i> infatigable;<br /><b>3</b> que l’on ne peut atteindre, égaler <i>ou</i> concevoir, extraordinaire, prodigieux, inconcevable ; [[ἀμήχανος]] τὸ [[πλῆθος]], τὸ [[μέγεθος]] extraordinaire par le nombre, par la grandeur ; ἀμήχανον [[ὅσον]] χρόνον prodigieusement longtemps (<i>litt.</i> inconcevable combien longtemps).<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[μηχανή]].
}}
}}