3,274,903
edits
(6_6) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄχνη''': Δωρ. ἄχνα, ἡ, (συγγενὲς τῷ [[λάχνη]], Λατ. lana, lanugo)· πᾶν ὅ,τι ἀναβαίνει ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας, πᾶν ἐλαφρὸν καὶ [[λεπτὸν]] [[πρᾶγμα]]. Ι. ἐπὶ ὑγρῶν, ἀφρὸς, παρ’ Ὁμ. ἐπὶ τῆς θαλάσσης, «τὸ [[λεπτὸν]] καὶ ἀφρῶδες τοῦ ἔξω προσρηγνυμένου κύματος» (Εὐστ.) Ὀδ. Μ. 238, κ. ἀλλ.· ἁλὸς [[ἄχνη]] Ε. 403· οἰνωπὸς [[ἄχνη]], ὁ ἀφρὸς τοῦ οἴνου, Εὐρ.Ὀρ. 115· [[ἄχνη]] οὐρανία, ἡ [[δρόσος]] τοῦ οὐρανοῦ (ἡ ἐπικαθημένη ἐπὶ τῆς χλόης, κτλ. κοιν. [[πάχνη]]), Σοφ. Ο. Κ. 681· δακρύων [[ἄχνη]], τὰ ἐν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἐπιπολάζοντα δάκρυα, ὁ αὐτ. Τρ. 849· [[ὡσαύτως]] [[ἄχνη]] [[πυρός]], δηλ. [[καπνός]], Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 364. ΙΙ. ἐπὶ στερεῶν, τὸ [[λεπτὸν]] [[ἄχυρον]] (ὁ χνοῦς), τὸ ὁποῖον παρασύρει ὁ [[ἄνεμος]] κατᾶ τὴν λίκμησιν, ἐν τῷ πληθ., ὡς δ’ [[ἄνεμος]] ἄχνας φορέει Ἰλ Ε. 499· καρπόν τε καὶ ἄχνας [[αὐτόθι]] 501· ὁ ἐπὶ τῶν κοκκυμήλων, κυδωνίων ἤ μήλων, χνοῦς Ἀνθ. ΙΙ. β. 102· [[ἄχνη]] ὀθονίου κτλ., [[μοτός]], ξαντόν, Ἰππ. π. Ἄρθρ. 802, Μοχλ. 845· [[ἄχνη]] χαλκίτιδος, [[κόνις]] χαλκοῦ, Πλούτ. 2. 659G. III. ἄχνην, κατ’ αἰτιατ., ὡς ἐπίρρ. ὀλίγον, «ἕνα κομματάκι», κἄν ἄχνην καταμύσῃ Ἀριστοφ. Σφ. 92. | |lstext='''ἄχνη''': Δωρ. ἄχνα, ἡ, (συγγενὲς τῷ [[λάχνη]], Λατ. lana, lanugo)· πᾶν ὅ,τι ἀναβαίνει ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας, πᾶν ἐλαφρὸν καὶ [[λεπτὸν]] [[πρᾶγμα]]. Ι. ἐπὶ ὑγρῶν, ἀφρὸς, παρ’ Ὁμ. ἐπὶ τῆς θαλάσσης, «τὸ [[λεπτὸν]] καὶ ἀφρῶδες τοῦ ἔξω προσρηγνυμένου κύματος» (Εὐστ.) Ὀδ. Μ. 238, κ. ἀλλ.· ἁλὸς [[ἄχνη]] Ε. 403· οἰνωπὸς [[ἄχνη]], ὁ ἀφρὸς τοῦ οἴνου, Εὐρ.Ὀρ. 115· [[ἄχνη]] οὐρανία, ἡ [[δρόσος]] τοῦ οὐρανοῦ (ἡ ἐπικαθημένη ἐπὶ τῆς χλόης, κτλ. κοιν. [[πάχνη]]), Σοφ. Ο. Κ. 681· δακρύων [[ἄχνη]], τὰ ἐν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἐπιπολάζοντα δάκρυα, ὁ αὐτ. Τρ. 849· [[ὡσαύτως]] [[ἄχνη]] [[πυρός]], δηλ. [[καπνός]], Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 364. ΙΙ. ἐπὶ στερεῶν, τὸ [[λεπτὸν]] [[ἄχυρον]] (ὁ χνοῦς), τὸ ὁποῖον παρασύρει ὁ [[ἄνεμος]] κατᾶ τὴν λίκμησιν, ἐν τῷ πληθ., ὡς δ’ [[ἄνεμος]] ἄχνας φορέει Ἰλ Ε. 499· καρπόν τε καὶ ἄχνας [[αὐτόθι]] 501· ὁ ἐπὶ τῶν κοκκυμήλων, κυδωνίων ἤ μήλων, χνοῦς Ἀνθ. ΙΙ. β. 102· [[ἄχνη]] ὀθονίου κτλ., [[μοτός]], ξαντόν, Ἰππ. π. Ἄρθρ. 802, Μοχλ. 845· [[ἄχνη]] χαλκίτιδος, [[κόνις]] χαλκοῦ, Πλούτ. 2. 659G. III. ἄχνην, κατ’ αἰτιατ., ὡς ἐπίρρ. ὀλίγον, «ἕνα κομματάκι», κἄν ἄχνην καταμύσῃ Ἀριστοφ. Σφ. 92. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br />efflorescence à la surface d’un corps :<br /><b>1</b> balle de blé, avoine, <i>etc.</i><br /><b>2</b> écume ; <i>p. anal.</i> [[ἄχνη]] οὐρανία SOPH rosée céleste (sur l’herbe) ; δακρύων [[ἄχνη]] SOPH larme qui perle;<br /><b>3</b> poussière d’un métal.<br />'''Étymologie:''' DELG peu clair -- Babiniotis cf. <i>lat.</i> acus, <i>all.</i> Ähre « épi de blé ». | |||
}} | }} |