τλήθυμος: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_6)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τλήθῡμος''': Δωρικ. τλάθ-, ον, ὁ ἔχων καρτερικὴν ψυχήν, [[καρτερόθυμος]], Ὀδυσσεὺς Ἀνθ. Π. 9. 472· τλ. [[κύων]], [[ἰσχυρός]], [[εὔρωστος]], Πινδ. Ἀποσπ. 258· τλ. ἀλκὰ παγκρατίου ὁ αὐτ. ἐν Ν. 2, 24.
|lstext='''τλήθῡμος''': Δωρικ. τλάθ-, ον, ὁ ἔχων καρτερικὴν ψυχήν, [[καρτερόθυμος]], Ὀδυσσεὺς Ἀνθ. Π. 9. 472· τλ. [[κύων]], [[ἰσχυρός]], [[εὔρωστος]], Πινδ. Ἀποσπ. 258· τλ. ἀλκὰ παγκρατίου ὁ αὐτ. ἐν Ν. 2, 24.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à l’âme courageuse.<br />'''Étymologie:''' [[τλάω]], [[θυμός]].
}}
}}