3,260,325
edits
(6_6) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διεκπίπτω''': ἐξορμῶ, [[πίπτω]] διὰ μέσου ἔξω, τινὸς Πλούτ. 2. 51Α˙ τι Ἡλιόδ. 10. 28, Ἀρρ. Ἀν. 1. 8, 13, κτλ. ΙΙ. [[διέρχομαι]] ἐντελῶς καὶ [[ἐξέρχομαι]], Ἀριστ. Προβλ. 14. 14. - Ἐν Λουκ. Ἀλ. Ἱστ. 1. 30 διεξέπαισεν [[εἶναι]] ἡ ὀρθὴ γραφή. | |lstext='''διεκπίπτω''': ἐξορμῶ, [[πίπτω]] διὰ μέσου ἔξω, τινὸς Πλούτ. 2. 51Α˙ τι Ἡλιόδ. 10. 28, Ἀρρ. Ἀν. 1. 8, 13, κτλ. ΙΙ. [[διέρχομαι]] ἐντελῶς καὶ [[ἐξέρχομαι]], Ἀριστ. Προβλ. 14. 14. - Ἐν Λουκ. Ἀλ. Ἱστ. 1. 30 διεξέπαισεν [[εἶναι]] ἡ ὀρθὴ γραφή. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ao.2</i> διεξέπεσον;<br />s’échapper à travers.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἐκπίπτω]]. | |||
}} | }} |