διεκπίπτω: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_6)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διεκπίπτω''': ἐξορμῶ, [[πίπτω]] διὰ μέσου ἔξω, τινὸς Πλούτ. 2. 51Α˙ τι Ἡλιόδ. 10. 28, Ἀρρ. Ἀν. 1. 8, 13, κτλ. ΙΙ. [[διέρχομαι]] ἐντελῶς καὶ [[ἐξέρχομαι]], Ἀριστ. Προβλ. 14. 14. - Ἐν Λουκ. Ἀλ. Ἱστ. 1. 30 διεξέπαισεν [[εἶναι]] ἡ ὀρθὴ γραφή.
|lstext='''διεκπίπτω''': ἐξορμῶ, [[πίπτω]] διὰ μέσου ἔξω, τινὸς Πλούτ. 2. 51Α˙ τι Ἡλιόδ. 10. 28, Ἀρρ. Ἀν. 1. 8, 13, κτλ. ΙΙ. [[διέρχομαι]] ἐντελῶς καὶ [[ἐξέρχομαι]], Ἀριστ. Προβλ. 14. 14. - Ἐν Λουκ. Ἀλ. Ἱστ. 1. 30 διεξέπαισεν [[εἶναι]] ἡ ὀρθὴ γραφή.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.2</i> διεξέπεσον;<br />s’échapper à travers.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἐκπίπτω]].
}}
}}