συνενείκομαι: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_6)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνενείκομαι''': Ἐπικ. ἀντὶ συμφέρομαι, ὁρμῶ, ἐπιφέρομαι [[ὁμοῦ]] μετά τινος, τῷ δὴ συνενείκεται Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 440· Βοιωτικὸς [[τύπος]] κατὰ τὸν Μέγ. Ἐτυμολ. 691.
|lstext='''συνενείκομαι''': Ἐπικ. ἀντὶ συμφέρομαι, ὁρμῶ, ἐπιφέρομαι [[ὁμοῦ]] μετά τινος, τῷ δὴ συνενείκεται Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 440· Βοιωτικὸς [[τύπος]] κατὰ τὸν Μέγ. Ἐτυμολ. 691.
}}
{{bailly
|btext=se heurter contre, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐνείκω]].
}}
}}